Στοιχεία Ορθολογισμού για τον Εξορθολογισμό του Εργασιακού και Ασφαλιστικού Κόστους

Δημόσια Ομιλία Κωνσταντίνος Γάτσιος

Το εργασιακό και ασφαλιστικό κόστος αποτελεί αποφασιστικό συντελεστή διαμόρφωσης της παραγωγικότητας μιας επιχείρησης. Επομένως, η διερεύνηση τρόπων εξορθολογισμού του, που αποτελεί το αντικείμενο συζήτησης αυτής της ενότητας, έχει ιδιαίτερη σημασία γενικότερα αλλά και ειδικότερα, στις συνθήκες πρωτοφανούς οικονομικής κατάρρευσης την οποία διερχόμαστε.

Η κρίση που βιώνουμε δεν είναι μια τυπική ύφεση. Την έχει προκαλέσει η διαρθρωτική κατάρρευση του παραγωγικού ιστού της χώρας –αυτή είναι η βαθειά αιτία του προβλήματος–, ενός ιστού στρεβλού στη δομή και τη διάρθρωσή του, μιας δυσπλασίας που συντηρούνταν και αναπαράγονταν από ασυγκράτητο κρατικό δανεισμό και που κατέρρευσε το 2009. Το πρόβλημα εντοπίζεται στην πλευρά της παραγωγής, όχι της ζήτησης. Άρα, πρέπει να στρέψουμε την προσοχή μας και εκεί ή κυρίως εκεί.

Το πώς φτάσαμε στην κατάρρευση έχει σημασία για το τι πρέπει να αλλάξουμε για να βγούμε από το τέλμα, στο οποίο με δική μας ευθύνη έχουμε περιπέσει, λόγω και έλλειψης ορθολογισμού και εξορθολογισμού στο θέμα που συζητάμε σήμερα.

Ζήσαμε μια περίοδο όπου το δικαίωμα στην πρόσοδο, ασχέτως παραγωγικής συνεισφοράς, κατέστη σχεδόν πάνδημο. Μια περίοδο που η σχεδόν πτωχευμένη, από το 1973, ελληνική βιομηχανία, προσδέθηκε ακόμη περισσότερο στο άρμα τού ελληνικού κράτους, το οποίο μερίμνησε για να αποσυνδεθούν οι αμοιβές από την παραγωγικότητα, ώστε και οι εργαζόμενοι σε αυτές τις επιχειρήσεις να μερισθούν από τις διανεμόμενες προσόδους. Μια περίοδο που ακόμη και η γεωργία σταδιακά μετατράπηκε και αυτή σε ένα εξάρτημα του ελληνικού και του ευρωπαϊκού δημόσιου μέσω της ΚΑΠ. Μια περίοδο που και ανέδειξε την επαγγελματική ένταξη στο ευρύτερο δημόσιο ως ιδανικό και τη διευκόλυνε πολιτικά, με αποτέλεσμα οι αριθμοί των εκεί απασχολουμένων αλλά και οι σχετικές δαπάνες να αυξηθούν χωρίς καμία λογική.

Ένα στοιχείο που ήρθε να εντείνει την έλλειψη οικονομικού ορθολογισμού και να περιπλέξει τα πράγματα, ήταν η δυσκολία της ελληνικής οικονομίας να περάσει σε ένα ανώτερο εισοδηματικά και ποιοτικά αναπτυξιακό στάδιο. Βρέθηκε, έτσι, μπροστά σε αυτό που αποκαλείται «παγίδα του μεσαίου εισοδήματος». Για να την αποφύγει θα έπρεπε να είχε ήδη αποκτήσει μια «ενδογενή» δυναμική: δηλαδή, ισχυρή και ρωμαλέα επιχειρηματικότητα την οποία προάγει ένα Κράτος Δικαίου με λειτουργικούς θεσμούς και όχι η κρατική παρέμβαση και αυθαιρεσία, καθώς και επιστημονική και τεχνολογική ωριμότητα που επιτρέπει τη δημιουργία νέων καινοτόμων προϊόντων που αντέχουν και κατισχύουν του διεθνούς ανταγωνισμού. Κάτι παρόμοιο φυσικά στην Ελλάδα δεν υπήρξε.

Ως εκ τούτου, αφού η ισχνή παραγωγική βάση που είχε απομείνει δεν αρκούσε για να το συντηρήσει, ούτε αρκούσε για τη χρηματοδότηση του κοινωνικού κράτους που επιχειρήθηκε να οικοδομηθεί, το παράδοξο ελληνικό κοινωνικο-οικονομικό μόρφωμα έπρεπε να αναζητήσει κάπου αλλού την τροφοδοσία του. Όταν εξαντλήθηκαν οι πρόσκαιρες «ανάσες» από την ύπαρξη κεντρικής εκδοτικής τράπεζας, τις κοινοτικές ενισχύσεις των δεκαετιών τού ΄80 και του ΄90 και το φθηνό εργατικό δυναμικό από τις ανατολικές χώρες στα τέλη της δεκαετίας του ΄90 και τις αρχές τού 2000, ήρθε η «ευλογία», που όμως κατέληξε κατάρα, του πάμφθηνου δανεισμού λόγω της συμμετοχής της χώρας στην ΟΝΕ. Όλα αυτά συνέπραξαν ώστε το δυσλειτουργικό μόρφωμα να συντηρηθεί στην ζωή για περισσότερο από τρείς δεκαετίες. Μέχρι το 2009, όταν χρεοκόπησε. Στο μεταξύ, όμως, είχε δημιουργηθεί ανήκεστος βλάβη στις προοπτικές τής οικονομίας.

Θα μπορούσε όμως, παρ’ όλ’ αυτά, η εξελισσόμενη κοινωνικο-οικονομική καταστροφή να αφυπνίσει την ελληνική κοινωνία από τον «δογματικό της λήθαργο»; Πιστεύουμε πως ναι. Αυτό όμως απαιτεί μια προσπάθεια αλλαγής πορείας σε όλα τα μέτωπα. Στην οικονομία εντοπίζουμε τρεις ολοκληρωτικά λανθασμένες, «υπαρξιακού» χαρακτήρα, αντιλήψεις που πρυτάνευσαν επί 60 έτη, οι οποίες αποτελούν κοινούς τόπους στις παραδοσιακές προσεγγίσεις τού εργασιακού και του ασφαλιστικού κόστους, και που τώρα πρέπει να εξαλειφθούν.

Πρώτη λανθασμένη αντίληψη ήταν πως εκείνο που θα έπρεπε να προστατευθεί δεν ήταν ο μεμονωμένος πολίτης, ως δυνητική παραγωγική μονάδα, αλλά η συγκεκριμένη θέση απασχόλησης που κάλυπτε, ακόμη και αν αυτή ήταν μη-ανταγωνιστική και μη-αποδοτική. Αντί το σύστημα να μεριμνά ώστε να εφοδιάζει τον πολίτη με δεξιότητες και γνώσεις για την καλύτερη αξιοποίηση των δυνατοτήτων του, μεριμνούσε, αντίθετα, για την διασφάλιση της «δια βίου» απασχόλησής του, ασχέτως παραγωγικής συμβολής. Όμως, ένας εργαζόμενος που δεν υποχρεούται από τις συνθήκες να προσαρμόσει τις γνώσεις, τις δεξιότητές του και την δραστηριότητά του στις εξελισσόμενες ανάγκες της πραγματικότητας, δεν είναι σε θέση να συνεισφέρει θετικά στην οικονομική προσπάθεια της χώρας.

Δεύτερη λανθασμένη αντίληψη, συνέπεια και της πρώτης, ήταν ότι η οικονομική πολιτική όφειλε να αφιερώσει τις δυνάμεις της όχι στο να υποστηρίξει τα δικαιώματα των πολιτών ως καταναλωτών , αλλά για να διασφαλίσει τα συμφέροντα των «παραγωγών» προϊόντων και υπηρεσιών (του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα). Όμως, η εμπειρία του 20ου αιώνα έδειξε ότι οι οικονομίες που αναπτύσσονται και επιβιώνουν είναι εκείνες στις οποίες οι παραγωγοί προσαρμόζονται στις ανάγκες των καταναλωτών, όχι το αντίστροφο. Διαφορετικά, η Σοβιετική Ένωση δεν θα είχε καταρρεύσει.

Τρίτη λανθασμένη αντίληψη, συνέπεια και αυτή των δύο προηγουμένων, ήταν η πεποίθηση ότι μια πολιτική με την οποία θα υποστηρίζονταν η παραγωγή και οι «επιχειρηματίες» εμμέσως, με «κατάλληλη διευθέτηση» της ζήτησης, θα μπορούσε να ήταν ισοδύναμη με τη λειτουργία των μηχανισμών του ανταγωνισμού και της αγοράς για τη διαμόρφωση ενός δυναμικού παραγωγικού ιστού της χώρας. Αποτέλεσμα, βέβαια, των συγκεκριμένων καταστρεπτικών πολιτικών ήταν ότι η χώρα, πλέον, απειλείται με συνολική κατάρρευση διότι δεν διαθέτει παραγωγική βάση.

Τίποτε που μας βασανίζει σήμερα δεν είναι ασυσχέτιστο με τα τρία αυτά μακροχρόνια σφάλματα οικονομικής πολιτικής. Στην οικονομία οι άνθρωποι ενεργούν αντιδρώντας σε κίνητρα και ευκαιρίες, η μακροχρόνια επανάληψη των οποίων εμπεδώνει νοοτροπίες, συμπεριφορές και στερεότυπες κοινωνικές πρακτικές. Τα κίνητρα και οι ευκαιρίες που προσέφερε η ελληνική οικονομική πολιτική της περιόδου 1949-2009 διαμόρφωσαν μια μεταπρατική οικονομία και μια φοβική, έναντι της παραγωγής, κοινωνία με κύριο χαρακτηριστικό την αβυσσαλέα διάσταση μεταξύ πραγματικών δυνατοτήτων από τη μια και (καταναλωτικών) φιλοδοξιών και απαιτήσεων από την άλλη. Συνεπώς, «προτάσεις» οικονομικής πολιτικής που αναπαράγουν τα θεμελιώδη σφάλματα της προηγούμενης ιστορικής εμπειρίας, μόνο ακόμη μεγαλύτερες καταστροφές είναι δυνατόν να επιφέρουν. Δυνατότητα διεξόδου προσφέρεται αποκλειστικά από οικονομικές πολιτικές στον αντίποδα των σφαλμάτων της μεταπολεμικής περιόδου, ήτοι:

Το κράτος πρέπει να συνδράμει τον οικονομικά ενεργό πολίτη να ακολουθεί τις εξελίξεις στην αγορά εργασίας και όχι να επιχειρεί να του προσφέρει σταθερό εισόδημα και απασχόληση για το υπόλοιπο της ζωής του, ασχέτως παραγωγικότητας και συνεισφοράς στην οικονομία. Αυτό καταλήγει να είναι καταστροφικό για τον ίδιο τον πολίτη και αυτοκτονικό για την κοινωνία.

Ο πολίτης-καταναλωτής (προϊόντων αλλά και υπηρεσιών, ιδιωτικών αλλά και δημοσίων) δικαιούται προτεραιότητα έναντι του οιονεί «παραγωγού». Κύριο μέλημα της κοινωνίας πρέπει να είναι η υγεία και η μόρφωση των πολιτών της και όχι το ποσοστό κέρδους του φαρμακοποιού ή η εντοπιότητα του δασκάλου. Ο παραγωγός πρέπει να ικανοποιεί τον «καταναλωτή» και όχι το αντίθετο.

Τέλος, η ουσιαστική ανάπτυξη, ειδικά μάλιστα σε μία «μικρή ανοικτή οικονομία» όπως η ελληνική, δεν θα έρθει ποτέ από πολιτικές «διαχείρισης της ζήτησης». Η μόνη πραγματική ζήτηση είναι εκείνη της παγκόσμιας αγοράς, της οποίας μέρος είναι και η ελληνική. Οι ψευδεπίγραφες πολιτικές «τόνωσης της ζήτησης», ιδιαιτέρως δε σε περιπτώσεις, όπως η δική μας, όπου το πρόβλημα εντοπίζεται στην παραγωγή, είναι αντιαναπτυξιακές γιατί σπαταλούν πολύτιμους πόρους κατευθύνοντάς τους σε αδιέξοδες ή και επιλήψιμες χρήσεις. Η «ενσωματωτική» ανάπτυξη, που αυξάνει την ευημερία και την διαχέει σε όλα τα στρώματα του πληθυσμού, μπορεί να στηριχθεί μόνο όταν ο πολίτης υφίσταται δίκαια τις συνέπειες, αλλά και απολαμβάνει τους καρπούς των επιλογών και των πράξεών του.

Σχετικές αναρτήσεις

Απαντήστε

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.