Διαβάστε το άρθρο όπως δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή της Κυριακής
Τα τελευταία χρόνια, ο λαός μας γεύεται ανεργία και κοινωνική αποδιάρθρωση στο εσωτερικό, χλεύη και διασυρμούς στο εξωτερικό. Ο κίνδυνος μετατροπής τής πατρίδας μας είτε σε ένα μετανεωτερικό προτεκτοράτο είτε σε μια διαλυμένη πολιτεία χαοτικής αναρχίας και εγκληματικότητας είναι υπαρκτός. Η χώρα «γλιστράει μέσα από τα χέρια μας».
Όταν, όμως, σε απειλεί ένας θανάσιμος κίνδυνος, πρώτος όρος για την επιβίωσή σου είναι η ορθή και ακριβής αντίληψη της κατάστασης. Στην αντίθετη περίπτωση, αν, παρασυρμένος από τον φόβο σου ή τις εμμονές σου, αντιλαμβάνεσαι λανθασμένα την εξωτερική απειλή και συμπεριφέρεσαι απέναντί της ανορθολογικά, τότε γίνεσαι ο χειρότερος εχθρός του εαυτού σου, με αποτελέσματα αυτοκαταστροφικά.
Δυστυχώς, αυτό ακριβώς συμβαίνει σήμερα στην Ελλάδα με όσους, αγνοώντας πεισματικά κάθε αντικειμενικό γεγονός και παραχαράσσοντας την αλήθεια, αποδίδουν στην «πολιτική του Μνημονίου» την παρούσα κρίση. Φυσικά, δεν είναι το Μνημόνιο που έφερε την κρίση. Η κρίση έφερε το Μνημόνιο. Όπως, επίσης, τα εφιαλτικά επίπεδα ανεργίας τού 30% τα έφερε η χρεοκοπία τής χώρας και η διαρθρωτική κατάρρευση της οικονομίας της. Μάλιστα, εάν η χρεοκοπία αυτή είχε τελεστεί «εκτός Μνημονίου» τότε θα είχε μεταβληθεί από ελεγχόμενη σε άτακτη, με τραγικό αποτέλεσμα η ανεργία να έχει εκτοξευθεί σε δυσθεώρητα ύψη, πολύ υψηλότερα των σημερινών. Αυτή η εδραία και απόλυτα προφανής αλήθεια, όμως, απουσιάζει από το οπτικό πεδίο μιας μεγάλης μερίδας της κοινωνίας, η οποία δείχνει να αγνοεί ότι η σημερινή της δυσπραγία και η εξάρτηση από τους ξένους δεν ήταν κάτι που συνέβη «αιφνιδίως», «με θαυμάσιον καιρόν», ως παράγωγο ενός τυχαίου ή «εξωτερικού» συμβάντος ή ως αποτέλεσμα κάποιας συνομωσίας. Προέκυψε, αντιθέτως, από μια πολιτική η οποία εφαρμόσθηκε επί δεκαετίες, με ιδιαίτερη έξαρση, βεβαίως, στην πρώτη περίοδο του ευρώ. Με άλλα λόγια, τα Μνημόνια προετοιμάζονταν επί μακρόν.
Η στρεψόδικη επιχειρηματολογία, σύμφωνα με την οποία η κρίση δεν αποδίδεται στην πολυετή συσσώρευση χρέους και στην παράλληλη διαρθρωτική κατάρρευση της οικονομίας αλλά στα Μνημόνια, είναι μεν αυτοκαταστροφική, αφού αποσιωπά την ασθένεια και επικεντρώνεται στα συμπτώματά της, αλλά δεν είναι τυχαία. Εξηγείται από το ότι, με κάποιες εξαιρέσεις, οι προτάσεις εξόδου από την κρίση του «αντι-μνημονιακού χώρου» δεν είναι τίποτε άλλο παρά πλήρης αντιγραφή των πολιτικών που επέφεραν την οικονομική κατάρρευση και κατέστησαν αναγκαία την ξένη βοήθεια. Οι πιο απηνείς διώκτες και κατήγοροι των Μνημονίων εάν αφήνονταν να εφαρμόσουν όσα επαγγέλλονται θα επανέφεραν το φάσμα της άμεσης χρεοκοπίας προ των θυρών, βαθαίνοντας την εξάρτηση της χώρας από την ξένη βοήθεια (εάν αυτή ήταν τότε διαθέσιμη). Όσοι αγωνίζονται για την διατήρηση και ενδυνάμωση του παρασιτισμού, δημιουργούν οι ίδιοι τις συνθήκες που αναιρούν την εθνική ανεξαρτησία και αξιοπρέπεια. Όσα “αντι-μνημονιακά” συνθήματα και αν κραυγάζουν, στην πραγματικότητα «δουλεύουν» για τα Μνημόνια.
Υπάρχουν, βεβαίως, και εκείνοι που προσποιούνται ότι κινούνται στον αντίποδα της παραπάνω λογικής. Ότι, δήθεν, εφαρμόζουν την πολιτική αναδιάρθρωσης της ελληνικής οικονομίας ακολουθώντας τη –συμφωνημένη– πολιτική του Μνημονίου, ενώ στην πραγματικότητα δεν εφαρμόζουν παρά ελάχιστα. Ελίσσονται, παρουσιάζοντας τα ελλείμματα ως πλεονάσματα και διαφημίζοντας φανταστικές «εξόδους από το τούνελ», με την ψευδαίσθηση ότι θα καταφέρουν να επιβιώσουν πολιτικά. Συμπεριφέρονται και σήμερα όπως συμπεριφέρονταν πάντα, χωρίς να τολμούν ή να μπορούν να θίξουν, σε βάθος, το παραμικρό νοσηρό φαινόμενο, αφού από εκεί αντλούν τους όρους τής πολιτικής τους ύπαρξης.
Η δεύτερη αυτή ομάδα, εκτός του ότι «βλάπτει την Αντιόχεια το ίδιο», έχει, επίσης, έναν διακηρυγμένο στόχο συναφή με της πρώτης: επιδιώκοντας να ανταποκριθεί στο αίσθημα ταπείνωσης που αισθάνεται ο λαός μας και μη μπορώντας να δώσει έναν ορίζοντα προοπτικής, καταφεύγει στη ρητορεία περί «σύντομης απαλλαγής» από το Μνημόνιο, ώστε «να ξαναβγεί η χώρα στις αγορές» και να εφαρμοσθεί ξανά «φιλολαϊκή» πολιτική. Στόχος που, υπό τις σημερινές συνθήκες, είναι παραπλανητικός, σχεδόν παρανοϊκός. Μια σώφρων οικονομική πολιτική εκτός Μνημονίου σήμερα, δεν μπορεί να διαφέρει μακροοικονομικά σε τίποτα από αυτήν του Μνημονίου, εκτός από το ότι στην πρώτη περίπτωση θα δανειζόμαστε με 10%, ενώ στην δεύτερη με 2,5%.
Η «έξοδος από το Μνημόνιο», φυσικά, ουδόλως ενδιαφέρει τους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα, τους άνεργους και τους χαμηλοσυνταξιούχους. Αυτών η τύχη, όπως άλλωστε και της χώρας στο σύνολό της, εξαρτάται αποκλειστικά από την πορεία του παραγωγικού τμήματος της οικονομίας, ιδιαιτέρως δε αυτού των διεθνώς εμπορευσίμων. Πορεία την οποία, πλέον, το Μνημόνιο επηρεάζει θετικά μεν, ελάχιστα δε. Αντιθέτως, ενδιαφέρει τους μηχανισμούς των κομμάτων και την πολιτική τους πελατεία, δηλαδή όλους όσους, παντοιοτρόπως, λεηλάτησαν (και λεηλατούν) το Δημόσιο. Αυτοί, με θολωμένο το μυαλό από τις «αβαρίες» των τελευταίων ετών, ονειρεύονται ότι η αποπομπή της τρισκατάρατης τρόϊκας θα λύσει τα χέρια των (όποιων) κυβερνώντων, ώστε να ξανάρθουν και πάλι οι «ωραίες ημέρες». Φυσικά βαυκαλίζονται και ζουν με παραισθήσεις: οι «ωραίες ημέρες» έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί. Εάν, «απαλλαχθούμε» σύντομα από το Μνημόνιο και αρχίσουμε και πάλι τις γνωστές «αναπτυξιακές» πολιτικές «τόνωσης της ζήτησης», η Ελλάδα θα οδηγηθεί πλέον στην ανοικτή χρεοκοπία και στην πλήρη καταστροφή.
Ακόμη πιο σημαντικό, πάντως, από το «Μνημόνιο ή μη», είναι ένα άλλο ερώτημα που απασχολεί, δυστυχώς, ελάχιστους: έχουμε την δυνατότητα ως κοινωνία να βγούμε από τον βάλτο, στον οποίο βρεθήκαμε με δική μας ευθύνη, και να μην γυρίσουμε ποτέ σ’ αυτόν; Μπορούμε να εξυγιάνουμε το Δημόσιο ώστε να παρέχει στους πολίτες τις υπηρεσίες που οφείλει, βοηθώντας τους έτσι να αυξήσουν το βιοτικό τους επίπεδο και το αίσθημα ασφαλείας τους, χωρίς καν να χρειάζεται αύξηση του ονομαστικού εισοδήματός τους; Μπορούμε να ξεκινήσουμε μια μορφή «ευφυούς» ανάπτυξης της χώρας που θα προσφέρει στους πολίτες ποιότητα ζωής, κοινωνική αυτοπεποίθηση και αξιοπρέπεια; Η απάντηση είναι πως θα μπορούσαμε, μόνο εάν ενηλικιωνόμασταν ιδεολογικά και καταφέρναμε να ξεφύγουμε από τον τρόπο σκέψης και πράξης του 19ου αιώνα και του μεσοπολέμου, δηλαδή από την «διεκδίκηση» (και μάλιστα από ένα πτωχευμένο κράτος), περνώντας στην σκέψη και στην πράξη του 21ου αιώνα που είναι «σχεδιάζω-δημιουργώ-διαχειρίζομαι». Η λύση τού προβλήματος βρίσκεται στο εσωτερικό της χώρας.