Στην αρχαία ελληνική τραγωδία συναντάται συχνά η σύγκρουση του «ορθού» με το «δίκαιο». Η τραγωδία που, σε μια νέα αναδίπλωσή της, εκτυλίσσεται σήμερα στο εσωτερικό τής κυβερνώσας παράταξης με αβέβαιη, δυστυχώς, έκβαση, έχει ακριβώς αυτά τα χαρακτηριστικά. Στην μια πλευρά, βρίσκονται όσοι υποστηρίζουν το «δίκαιο», δηλαδή την υποχρέωση του ΣΥΡΙΖΑ να τηρήσει τις προεκλογικές του δεσμεύσεις και υποσχέσεις, με ό,τι και αν αυτό συνεπάγεται για τη χώρα. Στην άλλη πλευρά, βρίσκονται οι φορείς του «ορθού», δηλαδή εκείνοι που, όντας υποχρεωμένοι να συναλλαγούν με το υπαρκτό και όχι το ιδεατό, επιχειρούν να συνδυάσουν, σε μια αφήγηση «νέου τύπου», την άμετρη προεκλογική δημαγωγία των ιδίων και της παράταξής τους με τις αδήριτες ανάγκες της πραγματικότητας. Ανεξάρτητα του κατά πόσο συνιστά καιροσκοπική ή όχι επιλογή, το ουσιώδες είναι ότι η μέχρι στιγμής δυστοκία αποτελεί ισχυρότατη ένδειξη ότι αυτό είναι ένα δύσκολο έως ανέφικτο εγχείρημα.
Η αιτία της «ελληνικής τραγωδίας», όμως, πηγάζει από μια «ύβρι». Της οποίας ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι μεν ούτε ο πρώτος, ούτε ο μοναδικός αυτουργός, τυγχάνει όμως ο πλέον ανεύθυνος εκφραστής. Πρόκειται για μιαν «ύβρι» η οποία, ας μην κρυβόμαστε, έχει συστηματικά καλλιεργηθεί εδώ και πολλές δεκαετίες, ώστε να αποτελεί πλέον βασικό πολιτιστικό χαρακτηριστικό της κοινωνίας μας. Μια «ύβρι» που συνίσταται στην επιθυμία να απολαμβάνεις χωρίς να μοχθείς, να χαίρεις σεβασμού χωρίς να σε χαρακτηρίζει συνέπεια και ειλικρίνεια. Και που, τα τελευταία χρόνια, τουλάχιστον από το 2004 και μετά, έφθασε σε βαθμό παροξυσμού με τις πολιτικές επιλογές και τις ιδεολογικές παραδοχές που κυριάρχησαν. Διότι, ακόμη και αν το 2004 η ελληνική κοινωνία δικαιολογείτο να παρασυρθεί από μια έστω κενή περιεχομένου συνθηματολογία «αλλαγής», το 2007 δεν είχε κανέναν λόγο να επιβραβεύσει την διαφθορά, την ανικανότητα και την αλαζονεία. Και όμως το έπραξε. Γιατί; Διότι είχε εκμαυλισθεί από την ανεξέλεγκτη σπατάλη και διασπάθιση του δανεικού χρήματος και από την παροχή καταναλωτικών προνομίων στους πάντες, χωρίς την παραμικρή αντίστοιχη παραγωγική δραστηριότητα. Και στην συνέχεια, το 2009, όταν η γαλάζια «αφήγηση» αποκάλυψε τα όριά της, η ελληνική κοινωνία προσέτρεξε και πάλιν ομοθύμως στην ευήθεια, την μωρία, του «λεφτά υπάρχουν», χωρίς όμως την φορά αυτή να αποφύγει την ανώμαλη προσγείωση σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Πλην, ούτε και αυτό ήταν αρκετό για να αφυπνισθεί και να συναισθανθεί το μέγεθος της ύβρεως που συνιστά η περιφρόνηση της πραγματικότητας. Σε αυτό, ασφαλώς συνέτεινε τα μέγιστα και η άμετρη δημαγωγία της τότε αντιπολίτευσης. Εάν υπάρχει μια κρίσιμη στιγμή στην οποία η ελληνική κοινωνία υπέστη πραγματικά «απώλεια στήριξης», χάνοντας την ευκαιρία να συνδιαλλαγεί με την αλήθεια και την πραγματικότητα, αυτή ήταν όταν η ΝΔ των «Ζαππείων» κατάφερε να την πείσει ότι με τα ίδια υλικά τής πτώχευσης, αλλά σε ένα «άλλο μείγμα», το οποίο γνώριζαν αποκλειστικά ο κ. Σαμαράς και οι συν αυτώ, θα ήταν δυνατόν να αποφύγουμε τις αναπόφευκτες δοκιμασίες και τον απαιτούμενο μόχθο για την ανάταξη της χώρας, συνεχίζοντας να απολαμβάνουμε άκοπα τους καρπούς μιας μυθικής «ανάπτυξης» που θα προσέφερε η σοφία του οικονομικού επιτελείου τής ΝΔ.
Η υπονόμευση –για να μην πω κατασυκοφάντηση– της κυβέρνησης Παπαδήμου, στο πλαίσιο της αχαλίνωτης και ανήθικης εκείνης δημαγωγικής εκστρατείας, αποτελεί μια από τις πιο μαύρες σελίδες στην νεοελληνική πολιτική ιστορία. Για τον λόγο αυτό, οι μόνοι που δεν δικαιούνται να αγανακτούν για τον δημαγωγικό τρόπο με τον οποίον ο ΣΥΡΙΖΑ κατέκτησε την εξουσία, είναι οι εκπρόσωποι της ΝΔ. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έκανε τίποτε περισσότερο από το να διαστείλει, στις τερατώδεις διαστάσεις που του επέτρεπε η ανεδαφική ιδεολογία του, αυτό καθεαυτό το αντιπολιτευτικό «αφήγημα» της ΝΔ του 2012. Μιας ΝΔ η οποία, άλλωστε, εάν πράγματι διαπνεόταν από εθνικό φρόνημα και συναίσθημα ευθύνης, θα είχε ολοκληρώσει την εφαρμογή του Μνημονίου εγκαίρως, αντί να το υπονομεύει εκ των έσω, με την ανόητη και φρούδα ελπίδα ότι θα διασώσει τα αθέμιτα πλεονεκτήματα της πολιτικής της πελατείας διατηρώντας παράλληλα και την πολιτική της ισχύ.
Το πρόβλημα σήμερα είναι ότι, οδηγημένοι από τις συλλογικές μας παραισθήσεις και από την επιμονή στην «ύβρι» της αναζήτησης των αιτίων των δεινών μας οπουδήποτε αλλού εκτός από τις δικές μας για πολλές δεκαετίες συλλογικές επιλογές, έχουμε εναποθέσει πλέον τις τύχες μας στην πλειοδοτούσα δύναμη του δημαγωγικού διαγωνισμού και διαγκωνισμού που βαυκαλιζόμαστε να αποκαλούμε «πολιτική ζωή της Ελλάδας». Και όσο ισχυρές και εάν είναι οι πιέσεις της πραγματικότητας, παραμένει πολύ αμφίβολο εάν ένας πολιτικός οργανισμός σαν τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος έχει συγκροτηθεί επάνω σε συνθήκες ακραίας ιδεοληψίας, έχει τη δυνατότητα να προσαρμοσθεί –και δη εγκαίρως– στις απαιτήσεις της επιβίωσης της ελληνικής κοινωνίας. Ελπίζω να το μπορέσει, ώστε να συμβάλλει στην προσπάθεια διάσωσης της χώρας. Στην αντίθετη περίπτωση, πολύ φοβούμαι ότι η καταστροφή που θα επέλθει θα είναι τέτοια ώστε το χαριτωμένο σύνθημα «πρώτη φορά αριστερά», θα μετατραπεί μοιραία στην πάνδημη κραυγή «ποτέ πια αριστερά».
Το κρίσιμο ερώτημα για την επιβίωσή μας ως κοινωνίας και ως έθνους είναι εάν πλέον, έχοντας εξαντλήσει όλους τους αναβαθμούς, τα σκαλοπάτια, της αυταπάτης και της φαντασίωσης, θα μπορέσουμε ταχέως –όπως απαιτούν οι τρέχουσες περιστάσεις– να προσαρμοστούμε στην πραγματικότητα, πραγματοποιώντας αυτά που η σωτηρία της χώρας επιβάλλει, ή εάν, αντιθέτως, θα παλινδρομήσουμε από τις νυν σε προγενέστερες μορφές φενακισμού, λαϊκιστικής εξαπάτησης, αναζητώντας πάλι την σωτηρία στους μύθους και στη σήψη του πρόσφατου παρελθόντος. Εάν θα κινηθούμε προς το αύριο ή θα επιστρέψουμε στο χτες. Το μεγάλο έλλειμμα, όμως, για μια ευμενή «έξοδο» της τραγωδίας που βιώνουμε, είναι ότι έως σήμερα η κοινωνία μας δεν έχει αναπτύξει τα απαραίτητα για την σωτηρία της ιδεολογικά, πολιτικά και κοινωνικά κινήματα. Εκείνα, δηλαδή, που θα στηρίζονται σε αρχές και όχι σκοπιμότητες και που θα υπηρετούν τη δύσκολη αλήθεια, όχι την εύκολη δημαγωγία. Αυτά πρέπει να φτιάξουμε τώρα.
Συγχαρητήρια για το εξαιρετικό σας άρθρο. Είναι μεγάλη χαρά για όλους εμάς τους παλιούς σας φοιτητές να διαβάζουμε τις απόψεις σας.
Θα σας παρότρυνα να βγείτε μπροστά και να συμμετέχετε ακόμα πιο ενεργά στον δημόσιο διάλογο γιατί καταρχάς το αξίζετε και φυσικά γιατί το έχουν όλοι ανάγκη.
Κύριε Πρύτανη,
και πάλι «καθαρίσατε» το θολό τοπίο, ως προς το τι πρέπει να γίνει, πολλά εύγε. Είστε απ’ τους λίγους που το
κάνουν αυτό, απ’ όταν άρχισα να σας παρακολουθώ στα ΜΜΕ και στην αρθρογραφία σας. Δύο τρείς σκέψεις δικές μου πάνω σ’ αυτά που είπατε στην ΝΕΡΙΤ.
Το πρόβλημα της Ελλάδος είναι πολυσύνθετο. Οποιεσδήποτε λύσεις (έστω σωστές) από λάθος αφετηρίες και σε λάθος χρονικές συγκυρίες, θα φέρουν δυσάρεστα αποτελέσματα. Προτιμότερο να ανοίξουμε «νέους» δρόμους, «νέους» τρόπους, «νέες» λογικές. Εξηγώ : 1) στο χάος της παραγωγικής ανασυγκρότησης, οποιαδήποτε παρέμβαση ενέχει κινδύνους, λόγω κεκτημένων νοοτροπιών, νέας ρεμούλας. Προτείνω για νέο ξεκίνημα, την βοήθεια (κάθε είδους) στις παραγωγικές επιχειρήσεις κάθε είδους αλλά μόνο με προσανατολισμό στις εξαγωγές. Αρχίζοντας από 100 – 200 αυξάνοντας συν τω χρόνω το πλήθος διότι οι ίδιοι οι επιχειρηματίες θα διαπιστώσουν το ελκυστικό του θέματος, πιστεύω σε δύο τρία χρόνια θα αυξηθεί η εγχώρια παραγωγή (ώστε να τροφοδοτούνται οι οργανωμένες και βοηθούμενες εξαγωγές), απαιτώντας ελάχιστα κεφάλαια στο ξεκίνημα αφού θα είναι λίγες αρχικά οι εξαγωγικές εταιρείες. Πιστεύω απόλυτα στα εξής τρία απαιτούμενα α) υπάρχει ήδη ο ΟΠΕ (οργανισμός προώθησης εξαγωγών). Πλήρης αναδιοργάνωσή του και αποκομματικοποίησή του β) δημιουργία οργανισμού ποιοτικής πιστοποίησης (1 και όχι 4-5), επανδρωμένου με επιστημονικό προσωπικό (διαθέτουμε άξιους και ικανούς επιστήμονες ), που θα πιστοποιεί όλα τα προς εξαγωγή προϊόντα γ) δημιουργία διεύθυνσης (;) που θα ελέγχει απόλυτα φοροτεχνικά, οικονομικά, κλπ κλπ τις εταιρείες που θα εντάσσονται στο θεσμό, με προκαθορισμένες δια νόμου ποινές για τους τυχόν απατεώνες.
2) Οι πολιτικοί που μας κατέστρεψαν, πρέπει να τιμωρηθούν άμεσα και παραδειγματικά. Όχι μόνο για λόγους νέμεσης, ηθικούς κλπ. Ότι έκαναν, το έκαναν με την βοήθεια (με το αζημείωτο) με κάποιες ομάδες εντός της δημόσιας διοιήκησης (κομματικές ή και διακομματικές) κυρίως στα ανώτερα κλιμάκια. Αυτές οι «ομάδες» σήμερα αποτελούν μία τεράστια δύναμη αδρανείας που μπλοκάρουν όχι μόνο την συνολική ανασυγκρότηση της δημόσιας διοίκησης αλλά και το παραμικρό βήμα προόδου, επειδή οι πολιτικοί (και όχι μόνο) μέντορές τους, παραμένουν ατιμώρητοι. Είμαι απολύτως αντίθετος με οποασδήποτε έκτασης πογκρόμ. Αλλά αυτοί πρέπει να τιθασευθούν για να αλλάξει η δημόσια διοίκηση.
Και πάλι εύγε γιά το «ξεκαθάρισμα θολού τοπίου» που κάνατε στη ΝΕΡΙΤ
Σε απάντηση στο Γιάννης.
Αγαπητέ Γιάννη, σε ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια και την ενθάρρυνση. Είναι πάντα καλό να ακούς τέτοια λόγια, αλλά όταν ο δάσκαλος τα ακούει από τους μαθητές του η χαρά που παίρνει και η ικανοποίηση που νοιώθει είναι απερίγραπτη. Γι’ αυτό σε ευγνωμονώ.
Σχετικά με τη συμμετοχή μου στα κοινά, να είσαι βέβαιος ότι θα κάνω αυτό που μου αντιστοιχεί. Όμως, για να βγει από την κρίση και αλλάξει η πατρίδα μας πρέπει να συνεισφέρουμε πολλοί. Ιδιαίτερα η νέα γενιά, με την οποία έζησα μαζί όλη τη ζωή μου.