Συζητώ με τον συνάδελφο καθηγητή οικονομικών στο ΑΠΘ για το θέμα των επενδύσεων στην Ελλάδα. Ένα κρίσιμο θέμα, καθώς η ποσότητα αλλά και η ποιότητα των επενδύσεων σε μία χώρα συσχετίζονται άμεσα με την ανάπτυξη και με την απασχόληση.
Πριν τη χρεοκοπία του 2009-2010 οι επενδύσεις στη χώρα μας αποτελούσαν πολύ υψηλό ποσοστό του ΑΕΠ, πάνω από 20%, με αποκορύφωμα το 2007 όπου έφτασαν τα 60 δισ. ευρώ ή το 25% του ΑΕΠ (240 δισ. ευρώ). Δέκα χρόνια μετά, οι επενδύσεις έχουν καταρρεύσει σε ένα επίπεδο γύρω στα 20 δισ. ευρώ ή περί το 10%-12% του ΑΕΠ.
Ένα ερώτημα που προκύπτει είναι: εάν μπορούσαμε να γυρίσουμε με έναν μαγικό τρόπο στο ύψος των επενδύσεων δέκα χρόνια πριν, θα απογειωνόταν η οικονομία μας αναπτυξιακά; Και ένα συναφές δεύτερο ερώτημα: γιατί οι μεγαλειώδεις επενδύσεις όλη τη δεκαετία πριν τη χρεοκοπία δεν απογείωσαν την οικονομία αλλά, αντιθέτως, επέφεραν την κατάρρευση και την πλήρη αποδιάρθρωση το 2010;
Επισημαίνω στη συζήτησή μου με τον κ. Βαρσακέλη ότι η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα βρίσκεται στη σύνθεση των επενδύσεων. Μία σύνθεση η οποία υποστήριζε ένα αναπτυξιακό υπόδειγμα εισαγωγών, αποβιομηχάνισης και κατανάλωσης, καθώς οδηγούσε σε υπερσυσσώρευση παραγωγικών πόρων σε προστατευμένους κλάδους της οικονομίας με χαμηλή παραγωγικότητα, των οποίων η ανάπτυξη οφείλει να έπεται και όχι να προηγείται της μεγέθυνσης του παραγωγικού τομέα της οικονομίας. Άρα, η επιστροφή των επενδύσεων σήμερα σε εκείνες του 2007, όχι μόνο δεν θα απογείωνε την οικονομία μας αλλά θα την αποδιάρθρωνε πλήρως.
Για παράδειγμα, από τα 60 δισ. ευρώ επενδύσεων του 2007, τα 25 δισ. ευρώ (42%) κατευθύνθηκαν σε μη διεθνώς εμπορεύσιμους κλάδους, κυρίως στην κατοικία, 24 δισ. ευρώ (40%) σε επιχειρηματικές επενδύσεις και 11 δισ. ευρώ (18%) σε δημόσιες επενδύσεις. Δέκα χρόνια μετά, το 2017, οι επενδύσεις στην κατοικία είχαν καταρρεύσει στο 1 δισ. ευρώ (5%), ενώ οι επιχειρηματικές επενδύσεις ήταν 15 δισ. ευρώ (68%) και οι δημόσιες επενδύσεις 6 δισ. ευρώ (27%). Ειδικότερα ακόμη, εάν εστιαστούμε στις επενδύσεις σε μηχανολογικό εξοπλισμό οι οποίες συνιστούν ενδεικτικό μέτρο της παραγωγικότητας και δυνητικής αποδοτικότητας μίας οικονομίας, θα δούμε ότι το 2007 αποτελούσαν το 1/6 του συνόλου των επενδύσεων (10 δισ. ευρώ σε σύνολο 60 δισ. ευρώ), ενώ το 2018 αποτελούσαν ένα ποσοστό πάνω από 30%.
Το αναπόδραστο συμπέρασμα είναι ότι η σύνθεση των επενδύσεων σήμερα είναι πολύ υγιέστερη και πολύ πιο αναπτυξιακή από εκείνη πριν τη χρεοκοπία. Μάλιστα, το γεγονός ότι η έστω μικρή αύξηση του ΑΕΠ τα τελευταία χρόνια, περί το 2%, οφείλεται σε πολύ μεγάλο βαθμό στις εξαγωγές είναι ελπιδοφόρο και αναπτυξιακά πολύ πιο ευσταθές. Υφίσταται ένα ποσοστό του εγκατεστημένου κεφαλαίου στη χώρα μας το οποίο είναι μικρό μεν, αλλά λειτουργεί παραγωγικά και ωθεί τη χώρα προς την ανάπτυξη κόντρα σε πλειάδα δυσκολιών και μακροοικονομικών ανισορροπιών.
Η εμπειρία των τελευταίων ετών είναι ότι ένας σταθερός ρυθμός ανάπτυξης 4% είναι εφικτός μέσω της σταδιακής αύξησης της επενδυτικής ροπής σε επενδύσεις οι οποίες μετακινούν προς τα εμπρός το τεχνολογικό και παραγωγικό «σύνορο» της οικονομίας μας στη βιομηχανία, στην αγροτο-βιομηχανία, στις νέες τεχνολογίες ή, ακόμη, στον τουρισμό και στη ναυτιλία. Προϋπόθεση για όλα αυτά είναι η οριστική εγκατάλειψη του παρασιτικού καταναλωτισμού του παρελθόντος και η στροφή προς τη δημιουργική παραγωγή.