Η αδυναμία διαχωρισμού της ουσίας από το επιφαινόμενο, του σημαντικού από το δευτερεύον στην αντιμετώπιση ενός προβλήματος, συνιστά μία ιδεολογική και πνευματική μορφή καχεξίας που, σε μεγάλο βαθμό, βρίσκεται στη βάση των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η χώρα. Και αυτό, βέβαια, δεν συμβαίνει από μόνο του. Ενισχύεται και υποστηρίζεται με κάθε τρόπο από εκείνους τους διαμορφωτές της κοινής γνώμης, οι οποίοι δεν επιθυμούν να αλλάξει τίποτε πραγματικά στη χώρα μας αλλά να παραμείνουν τα πράγματα ως έχουν, στο διηνεκές.
Αυτό δεν είναι πουθενά περισσότερο φανερό από τη στάση που κρατούν κατά την τρέχουσα «συζήτηση» για τις τηλεφωνικές παρακολουθήσεις, όλοι εκείνοι οι υποστηρικτές του πρωθυπουργού οι οποίοι (θέλουν να) εμφανίζονται ως κεντρώοι ή, ακόμη, και ως προερχόμενοι από την αριστερά. Οι εν λόγω έμμεσοι υποστηρικτές των παρακολουθήσεων (διότι περί αυτού πρόκειται), συμπαρατάσσονται με την κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό επιχειρώντας να παραπλανήσουν την κοινή γνώμη μέσω της αντιστροφής της πραγματικότητας. Όχι μόνο διότι εκείνο που κάνουν –υποστηρίζοντας πως οι «επισυνδέσεις» για καθαρά εσωτερικούς πολιτικούς αλλά και οικονομικούς λόγους (βλ. προστασία μεγάλων συμφερόντων) «δεν είναι και κάτι πολύ σοβαρό» και πως δεν πρέπει να χάνουμε τη «μεγάλη εικόνα» του κυβερνητικού έργου από τα μάτια μας– είναι να συνηγορούν εκθύμως στην ύπαρξη και στη λειτουργία ενός παρακράτους μετεμφυλιακού τύπου της δεκαετίας του ‘50. Ούτε μόνο διότι συνειδητά υποβαθμίζουν το αδόκητο πλήγμα που επήλθε στο επίπεδο της δημοκρατίας που θεωρούσαμε ότι είχαμε κατακτήσει, στέλνοντας την Ελλάδα πολλές δεκαετίες πίσω.
Αλλά και διότι, στην πραγματικότητα, στρέφονται εναντίον του θύματος και όχι εναντίον του θύτη. Εάν οι υποτιθέμενοι κεντρώοι υποστηρικτές της κυβέρνησης είχαν πράγματι δημοκρατικές ευαισθησίες και ήθελαν να την υποστηρίξουν, τότε θα την καλούσαν να απαλλαγεί από το παρακρατικό άγος που τη βαρύνει, αντί να προσπαθούν να μας πείσουν ότι πρόκειται για ένα μικρό ολίσθημα, για μία μικρή χρωματική παρατονία στον μεγάλο φωτεινό πίνακα της διακυβέρνησης από τη Νέα Δημοκρατία.
Αντί να εγκαλούν το θύμα για την «κακοτυχία» του να καταστεί αντικείμενο «επισυνδέσεων» από την πλευρά του κομματικού παρακράτους, θα έπρεπε να εγκαλέσουν τον κύριο πρωθυπουργό να επιδείξει την ειλικρινή του μεταμέλεια, διαγράφοντας από το κόμμα του και καθαιρώντας από την κυβέρνηση όλους εκείνους που με απύθμενο θράσος καταφέρονται εναντίον του παρακολουθούμενου Νίκου Ανδρουλάκη για το ότι ανάγκασε την παρακρατική, όπως αποδεικνύεται, ΕΥΠ να τον παρακολουθήσει! Υπονοώντας μάλιστα, ανερυθρίαστα, στην τηλεόραση πως η παρακολούθησή του είχε σχέση με θέματα εθνικής ασφάλειας που σχετίζονται με την Τουρκία! Αυτό, άλλωστε, θα έπρεπε να το είχε πράξει από μόνος του ο κύριος πρωθυπουργός, ανεξαρτήτως του εάν το ζητούσαν οι κεντρώοι και οι εξ αριστερών προερχόμενοι υποστηρικτές του. Έτσι θα είχε δηλώσει με έμπρακτο και πειστικό τρόπο τη μεταμέλειά του, και όχι με τις ασαφείς και δελφικού τύπου δηλώσεις του.
Εκείνο το οποίο επίσης θα έπρεπε να είχαν απαιτήσει όχι μόνο οι «κεντρώοι» φίλοι του αλλά και όλοι οι πολίτες από τον κύριο πρωθυπουργό θα ήταν να παροτρύνει την Δικαιοσύνη, η οποία από ό,τι φαίνεται ενεργεί μόνο κατόπιν παροτρύνσεων, να ασκήσει δίωξη στον ανώτερο δυνατό βαθμό στον κύριο πρώην διοικητή της ΕΥΠ. Ο οποίος ενώπιον της Εθνικής Αντιπροσωπείας απέκρυψε την αλήθεια ότι η υπηρεσία του παρακολουθεί τον κύριο Ανδρουλάκη έως ότου, μετά από μερικές μόνο μέρες, παραδεχτεί ότι τον παρακολουθεί. Αν ο διοικητής της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών αποκρύπτει την αλήθεια από την Εθνική Αντιπροσωπεία, από τους εκφραστές της λαϊκής βούλησης οι οποίοι, μάλιστα, τον έχουν τοποθετήσει στη θέση του, τότε σε ποιον θα αποκαλύψει την αλήθεια; Στον κύριο Άδωνι Γεωργιάδη μήπως, ή ίσως και στον ίδιο τον κύριο Ταγίπ Ερντογάν; Είναι λυπηρό το γεγονός ότι όλες οι συζητήσεις υποβαθμίζουν τη συγκεκριμένη εγκληματική πράξη. Αυτό, στην ουσία, υπονοεί ότι το κομματικό παρακράτος στη σημερινή Ελλάδα έχει, δυστυχώς, ασυλία και ότι δεν ισχύουν για αυτό ούτε οι νόμοι, ούτε οι διατάξεις του Συντάγματος.
Είναι αλήθεια πως η Ελλάδα έχει σήμερα πολλά σοβαρά προβλήματα να αντιμετωπίσει. Όμως, ο ισχυρισμός ότι επειδή υπάρχουν αυτά τα προβλήματα δεν πρέπει να συζητήσουμε, να καυτηριάσουμε και να τιμωρήσουμε τον βιασμό των δημοκρατικών θεσμών που αποτελούν οι «επισυνδέσεις» (όπως με πλήρη φαιδρότητα δεχθήκαμε να αποκαλούμε τις παρακολουθήσεις), είναι ένας ισχυρισμός κακοήθης και πρόστυχος. Δυστυχώς, για την υπεράσπιση της πρωταρχικής αξίας της φιλελεύθερης δημοκρατίας, που είναι οι ατομικές και πολιτικές ελευθερίες, πρέπει να συζητήσουμε σε βάθος και να τιμωρήσουμε με τον πιο αυστηρό τρόπο κάθε υπεύθυνο για αυτήν την παράβαση. Διότι εάν την αποδεχτούμε «ελαφρά τη καρδία» θα ήταν σαν να αποδεχόμαστε ότι ο βιασμός των δημοκρατικών θεσμών είναι κάτι επιτρεπτό. Αυτό, όμως, θα έφερνε τη χώρα σε ολισθηρό κατήφορο.
Βέβαια, είναι γεγονός ότι με τον τρόπο αυτό το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης μεταφέρεται από τα φλέγοντα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα σε θεσμικά θέματα. Και τούτο, όσο και αν δεν το θέλουμε, καθυστερεί τη συζήτηση για την ανάπτυξη και, ενδεχομένως, καθυστερεί την ίδια την ανάπτυξη. Όμως, ανάπτυξη χωρίς Δημοκρατία δεν νοείται. Σε κάθε δε περίπτωση, την ευθύνη για αυτήν την μετατόπιση του ενδιαφέροντος της κοινής γνώμης από την τρέχουσα οικονομική κρίση στην τρέχουσα κρίση θεσμών δεν έχουν αυτοί που αντιδρούν στον βιασμό των δημοκρατικών αρχών. Υπεύθυνοι είναι αυτοί που δημιούργησαν το πρόβλημα, δηλαδή η κυβέρνηση και ο κύριος πρωθυπουργός.
Και θα πρέπει να σημειώσει κανείς εδώ την τραγική ειρωνεία της ιστορίας, που είναι η εξής: Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 ο κόσμος άλλαζε με ραγδαίο ρυθμό, η Ελλάδα έπαυε να είναι μία χώρα συνόρων με την «Αυτοκρατορία του Κακού» και αναδύονταν τεράστιες ευκαιρίες για μία νέα, εξωστρεφή πορεία της χώρας που θα την αναγεννούσε και θα την ισχυροποιούσε. Αντί τούτου, όμως, η Ελλάδα τότε απώλεσε την ιστορική ευκαιρία διότι αναλώθηκε στην εσωστρέφεια των pampers και των κατορθωμάτων του κυρίου Μαυρίκη. Και αυτό, διότι μέσω των συγκεκριμένων θεμάτων είχε επιτύχει την αναρρίχησή του στην εξουσία ο τότε πρωθυπουργός. Σήμερα, που ο κόσμος και πάλι αλλάζει και που η ισχύς και ο πλούτος ανακατανέμονται με θυελλώδη σχεδόν τρόπο, η Ελλάδα είναι ξανά αναγκασμένη να ζήσει μέσα στην εσωστρέφεια προσπαθώντας να γλείψει τις πληγές της και να περισώσει τους δημοκρατικούς της θεσμούς, διακινδυνεύοντας να χάσει την ευκαιρία, για ακόμη μία φορά, να ανοιχτεί στον κόσμο και να διεκδικήσει μία καλύτερη θέση. Και αυτό είναι ευθύνη του σημερινού πρωθυπουργού.