Η εσπευσμένη συνάντηση του πρωθυπουργού με τον πρόεδρο της Τουρκίας αμέσως μετά την έναρξη του πολέμου της Ουκρανίας έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από διαμορφωτές της κοινής γνώμης και πολιτικούς αναλυτές της χώρας μας. Τη χαιρέτησαν ως, περίπου, «ιστορικής σημασίας» θεωρώντας ότι με τη συγκεκριμένη συνάντηση θα ξεκινούσε μία νέα περίοδος σταθερότητας και ηρεμίας στις διμερείς σχέσεις. Η λογική πίσω από αυτό ήταν, όπως από πολλές πλευρές διατυπώθηκε, ότι η δημιουργία ενός μεγάλου ρήγματος ασφαλείας μεταξύ Ρωσίας και Δύσης λόγω του πολέμου στην Ουκρανία μπορεί να επανακαθορίσει και να συρρικνώσει τα «εσωτερικά ρήγματα» ασφαλείας του δυτικού στρατοπέδου, στο οποίο, όπως πιστεύει η ανάλυση αυτή, ανήκουμε αμφότεροι, δηλαδή και εμείς και η Τουρκία.
Μία άλλη σκέψη, που και αυτή διαδόθηκε πολύ, ήταν πως με την αποστροφή που δημιουργήθηκε στη δυτική κοινή γνώμη για κάθε είδους επιθετικότητα εκ μέρους ενός μεγάλου αυταρχικού κράτους προς ένα μικρότερο και δημοκρατικότερο είμαστε κερδισμένοι ως Ελλάδα, διότι εάν η γείτων κινηθεί επιθετικά εναντίον μας όχι μόνο θα ξεσπάσει εις βάρος της μία διεθνής κατακραυγή, αλλά ίσως και οι στρατιωτικές δυνάμεις του ελεύθερου δημοκρατικού κόσμου θα σπεύσουν να συνδράμουν τον αγώνα μας. Τέλος μία τρίτη, λιγότερο διακινούμενη αλλά υπαρκτή σκέψη, ήταν ότι ο ίδιος ο Ερντογάν και το τουρκικό κατεστημένο, μέσα στις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται από την ρωσο-ουκρανική σύγκρουση έχουν κατανοήσει τη ματαιότητα του πολέμου ως μέσου επίλυσης των διαφορών και έχουν υποστεί μετάλλαξη στην ψυχοσύνθεσή τους κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εγκαταλείψουν τον αναθεωρητισμό και τον επεκτατισμό έναντι της Ελλάδας!
Αυτές ήταν οι τρεις σκέψεις που διατυπώθηκαν είτε ρητά είτε υπαινικτικά από όσους έσπευσαν περιχαρείς να χειροκροτήσουν ως «ιστορική» τη συνάντηση των δύο ηγετών στην Κωνσταντινούπολη υπό τη σκιά του ρωσο-ουκρανικού πολέμου. Βέβαια, δε χρειάστηκε να περάσουν παρά λίγες μόνο ώρες πριν η τουρκική πλευρά δείξει πώς κατανοεί αυτήν την νέα προσέγγιση με την Ελλάδα, την «εγκαρδιότητα» και τον «διάλογο».
Αυτό που δείχνει να κατάλαβε η Τουρκία από την «εξομάλυνση» των σχέσεών μας είναι ότι ανοίγει πλέον ο δρόμος για τη νόμιμη είσοδό της στο Αιγαίο και για την «επίλυση» όλων των διεκδικήσεών της που η ίδια θεωρεί ως διμερή «προβλήματα». Και ο τρόπος για να επιτευχθεί αυτό είναι η παμπάλαια και δοκιμασμένη μέθοδος του διαμοιρασμού και της «συνεκμετάλλευσης» –εκείνη της λεόντειας συμφωνίας. Κάτι, βέβαια, που δεν ήταν δύσκολο να προβλεφθεί από όσους χρησιμοποιούν, έστω και λίγο, τη λογική και δεν υιοθετούν την αφελή άποψη ότι ο επαναπροσανατολισμός της τουρκικής πολιτικής και η εγκατάλειψη της επιθετικότητάς της είναι ζήτημα επαφών και διαλόγου μεταξύ των πολιτικών ηγεσιών των δύο χωρών.
Και οι τρεις ιδέες που διακινούνται είναι λανθασμένες και επικίνδυνες για την εθνική ασφάλεια. Καταρχήν, η επιδείνωση των σχέσεων της Δύσης με τη Ρωσία, που φθάνει στα όρια της στρατιωτικής αντιπαράθεσης, δε μειώνει τις επεκτατικές ροπές της Τουρκίας αλλά τις διογκώνει. Διότι, αντιθέτως με εμάς, η Τουρκία δεν ανήκει, πλέον, στη Δύση. Είναι μία ανεξάρτητη και αυτόνομη δύναμη η οποία επιδιώκει να μεγιστοποιήσει τα συμφέροντά της εκμεταλλευόμενη τη στρατηγική της σημασία και το οικονομικό της εκτόπισμα έναντι όλων, επιδιώκοντας τα ανάλογα ανταλλάγματα από όλες τις πλευρές. Και το πετυχαίνει, όπως φάνηκε με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο από το γεγονός ότι οι ΗΠΑ υπαναχώρησαν εν μία νυχτί ξεχνώντας όλα όσα είχαν πει για το καθεστώς Ερντογάν.
Η αντίληψη πως σε μία πιθανή αντιπαράθεση ισχύος μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας ο δυτικός κόσμος θα συμπαραταχθεί, έστω και διπλωματικά, με τη χώρα μας, για να μην υπάρξει ρήγμα στη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ είναι εντελώς αφελής. Το πιο πιθανό είναι πως στον κυνικό τρόπο σκέψης των δυτικών συμμάχων μας (που δεν τον κρύβουν άλλωστε καθόλου, όταν δηλώνουν επισήμως ότι τους ενδιαφέρουν οι αμερικανοτουρκικές και όχι οι ελληνοτουρκικές σχέσεις) θα κυριαρχήσει η άποψη πως όσο πιο γρήγορα επικρατήσει η Τουρκία –δηλαδή το «μαχαίρι» που εφάπτεται στο μαλακό υπογάστριο της Ρωσίας– τόσο πιο γρήγορα θα κλείσει το ρήγμα.
Το ίδιο βεβαίως άστοχη και αφελής είναι και η δεύτερη άποψη για τη δυνητική βοήθεια της δυτικής κοινής γνώμης στον «αδύναμο αμυνόμενο». Οι φορείς του τουρκικού επεκτατισμού δεν είναι τόσο ολιγόνοες για να μας επιτεθούν ευθέως με τη μορφή εισβολής. Αντιθέτως, καλλιεργούν εντατικά και θα εκμεταλλευθούν καταλλήλως τις εμμονές της Ευρώπης, οι οποίες βρίσκονται αυτήν την εποχή σε έξαρση, για να προωθήσουν τα δικά τους σχέδια. Αυτό σημαίνει πως η Τουρκία είναι δυνατόν να «χορογραφήσει» με τέτοιον τρόπο μία αντιπαράθεση ώστε να αναγκαστούμε να φανούμε εμείς ως οι επιτιθέμενοι. Και όχι μόνο αυτό, αλλά και να κατηγορηθούμε, για παράδειγμα, από τη δυτική κοινή γνώμη ως εκείνοι οι οποίοι αρνούνται να συνδιαλλαγούν και να συμβιβαστούν με τους γείτονές τους προς αμοιβαίο όφελος αλλά, κυρίως, ως αυτοί που εμποδίζουν την απεξάρτηση της Ευρώπης από το ρωσικό φυσικό αέριο!
Ας σκεφτούμε, για παράδειγμα, το ενδεχόμενο η Τουρκία να ξεκινήσει μία «ερευνητική γεώτρηση» για φυσικό αέριο σε μία τοποθεσία 8 ναυτικά μίλια από τις ακτές της Ρόδου λέγοντας πως προχωρά σε αυτήν την ενέργεια διότι μέσω του διαλόγου με την Ελλάδα για «συνεκμετάλλευση» δεν κατάφερε τίποτα. Πιστεύει κανείς ότι η όποια δυναμική μας αντίδραση θα βρει σύμφωνη τη δυτική κοινή γνώμη; Θα ήταν τόσο αφελές να το πιστεύει κανείς αυτό όσο αφελές θα ήταν να πιστεύει την τρίτη άποψη ότι, δηλαδή, το τούρκικο κατεστημένο έχει αντιληφθεί το αδιέξοδο των δυναμικών λύσεων του πολέμου και θα αλλάξει συμπεριφορά έναντι της χώρας μας!
Η Τουρκία αισθάνεται –ορθά– πως το νέο πλαίσιο που δημιουργείται διεθνώς την ευνοεί και θα προσπαθήσει να το χρησιμοποιήσει για την εξυπηρέτηση των πάγιων στρατηγικών της επιδιώξεων που είναι η παραβίαση και καταπάτηση των ελληνικών δικαίων. Πρέπει να έχουμε συνείδηση πως στις νέες συνθήκες θα είναι πολύ δύσκολο να υπάρξει κάποιος που θα σπεύσει να μας βοηθήσει έμπρακτα σε περίπτωση που βρεθούμε σε αντιπαράθεση ισχύος μαζί της. Αρχίζει μία πολύ σκληρή και επικίνδυνη περίοδος για τα ελληνικά δίκαια, τα οποία για να τα υπερασπιστούμε θα πρέπει να είμαστε υλικά και ψυχικά δυνατοί. Χωρίς ψευδαισθήσεις.
Ο Κωνσταντίνος Γάτσιος είναι καθηγητής, πρώην πρύτανης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Συγγραφέας, με τον Δημήτρη Α. Ιωάννου, του βιβλίου «Ζήτημα εθνικής επιβίωσης», Εκδόσεις Κριτική.