Μέσα σε ένα Σαββατοκύριακο, 11-12 Μαΐου, οι Έλληνες πολίτες άκουσαν τρία διαφορετικά πράγματα από τρεις ηγέτες χωρών της ευρύτερης περιοχής της Νοτιοανατολικής Μεσογείου. Άκουσαν τον πρόεδρο της Τουρκίας να λέει πως η χώρα του «δεν δέχεται de facto καταστάσεις στην περιοχή», κάτι που είναι μία διπλωματική διατύπωση της θέσης ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να προχωρεί σε πράξεις άσκησης εθνικής κυριαρχίας χωρίς την άδεια της Τουρκίας. Άκουσαν τον πρωθυπουργό της Αλβανίας, ευρισκόμενο μάλιστα επί ελληνικού εδάφους, να δηλώνει προς τους επευφημούντες συμπατριώτες του ότι η Ελλάδα τους ανήκει εξ ίσου όσο και στους Έλληνες πολίτες. Και άκουσαν, επίσης, τη νέα πρόεδρο της Βόρειας Μακεδονίας να αναγορεύει τη χώρα της, εκ νέου, σε «Μακεδονία». Εκείνο, όμως, που δεν άκουσαν ήταν κάποια ουσιαστική εκ μέρους της χώρας μας απάντηση – «επίσημη», «ημιεπίσημη» ή «ανεπίσημη» – στις τρεις αυτές δηλώσεις.
Ο πραγματισμός και η ψυχραιμία είναι πολύ σπουδαία στοιχεία στη χάραξη και στην εφαρμογή μίας ορθολογικής εξωτερικής πολιτικής. Οι λεκτικές οξύτητες και οι αντιπαραθέσεις σε υψηλούς τόνους δεν συνιστούν τον πλέον παραγωγικό τρόπο για να προωθεί μία χώρα τις θέσεις της και τα συμφέροντά της. Πλην όμως, επειδή η εξωτερική πολιτική είναι μία υπόθεση μακράς διάρκειας και αργών διαδικασιών –με την έννοια ότι αποτελέσματα που θα επέλθουν μετά από δεκαετίες μπορεί να κυοφορούνται και να επωάζονται ήδη από σήμερα– το τι λέγεται και το τι εγγράφεται στη συλλογική συνείδηση της διεθνούς κοινής γνώμης, αλλά και των εθνικών συνιστωσών της, είναι πολύ σημαντικό. Από την άποψη αυτή, η εθνική αλαλία που χαρακτηρίζει γενικά την εξωτερική πολιτική μας και που μία πτυχή της ήταν και η περίπτωση του Σαββατοκύριακου, δεν είναι μία συνετή στάση, όπως ενδεχομένως πιστεύουν οι, κατά δήλωσή τους, οπαδοί του «πραγματισμού».
Οι ιδέες, όσο εξωπραγματικές, ανορθολογικές ή έωλες και αν είναι, όταν επαναλαμβάνονται, διακηρύσσονται και διατρανώνονται συνεχώς, χωρίς να υπάρχει ο αντίλογος της λογικής και της αλήθειας, μετατρέπονται σταδιακά σε «παραδεδεγμένες αλήθειες» και στη συνέχεια, όταν τις εγκολπωθούν μεγάλες ομάδες ανθρώπων, γίνονται υλική δύναμη που μπορεί να επιφέρει σημαντικές μεταβολές στην πραγματική ζωή. Εάν, για παράδειγμα, μένουν μονίμως αναπάντητοι οι ισχυρισμοί ακραίων, έστω, τουρκικών κύκλων, πως η Ελλάδα έχει «υπεξαιρέσει» τριάντα τουρκικά νησιά, και αυτό δια της επαναλήψεως εμπεδωθεί στη συνείδηση της τουρκικής κοινής γνώμης, σε λίγα χρόνια ουδείς εχέφρων Τούρκος πολιτικός, ενδιαφερόμενος κατ’ ελάχιστον για την πολιτική του επιβίωση, θα υπάρχει, που θα επιλέξει να μην προσυπογράψει την εν λόγω άποψη, εισάγοντάς την τελικά και αυτήν στον μακρύ και συνεχώς διευρυνόμενο κατάλογο των τουρκικών θέσεων, επί των οποίων, σύμφωνα με την άποψη του κυρίου Ερντογκάν, πρέπει να πραγματοποιηθεί ο «διάλογος» μεταξύ των δύο χωρών για να προκύψουν όλες οι λύσεις μαζί, ως «πακέτο». Ή πάλι, τα παιδιά που θα διδαχθούν το μάθημα για την «Γαλάζια πατρίδα» στην πατριδογνωσία του τουρκικού σχολείου, χωρίς αμφιβολία μετά από δύο γενιές θα θεωρούν προδότη κάθε συμπατριώτη τους που θα τολμήσει να ισχυρισθεί πως οι διαφορές των δύο χωρών θα πρέπει να λυθούν επί τη βάσει του Διεθνούς Δικαίου από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης –το οποίο μάλλον δεν θα ικανοποιούσε πολλές από τις τουρκικές επιθυμίες που συνθέτουν την θεωρία της «Γαλάζιας πατρίδας».
Από τη δική μας πλευρά, οφείλουμε όλοι να έχουμε συνείδηση πως καμία ελληνική κυβέρνηση και κανένας πολιτικός δεν είναι προδότες, όπως ισχυρίζονται διαχρονικά, σε κάθε ευκαιρία και με κάθε αφορμή, οι τόσοι ανερμάτιστοι ακραίοι φανατικοί που ενδημούν στη χώρα μας, έχοντας οι ίδιοι προκαλέσει τόσα δεινά στο παρελθόν. Καμία! Όμως θα πρέπει, επίσης, να ειπωθεί πως η εθνική μας αλαλία, που συνηθέστερα προβάλλεται ως σύνεση, σωφροσύνη και ορθολογισμός, είναι στην πραγματικότητα –τις περισσότερες φορές– ένας καιροσκοπισμός των εκάστοτε κυβερνώντων, που προτιμούν να απολαμβάνουν την εξουσία σήμερα, όσο την κατέχουν, απερίσπαστοι από σοβαρά προβλήματα εξωτερικής πολιτικής, χωρίς να συνειδητοποιούν πως με την συγκεκριμένη συμπεριφορά, «κλωτσώντας το τενεκεδάκι να πάει πιο κάτω», απλά επιτρέπουν στα προβλήματα και στις απειλές να διογκώνονται, κάνοντας δυσκολότερα τα πράγματα αύριο. Ο «διάλογος» και τα «ήρεμα νερά», ειδικά εάν τα επιβάλλουν οι υπερατλαντικοί μας φίλοι, είναι πραγματικά πολύ χρήσιμα για να κερδίζουμε χρόνο και να εξοικονομούμε εθνική ενέργεια κάθε είδους, προκειμένου να τη χρησιμοποιήσουμε σε άλλες, πιο αποδοτικές υποθέσεις. Μόνο που αυτό δεν πρέπει να γίνεται με την αποδοχή μίας διαδικασίας που απλά σωρεύει και διογκώνει τα προβλήματα που ήδη υπάρχουν με τρόπο που στην επόμενη περίοδο θα κάνει την θέση μας πολύ πιο δύσκολη.
Μήπως, λοιπόν, αυτό σημαίνει ότι αν προβάλλουμε τις απόψεις μας με πιο αποτελεσματικό τρόπο, σε ένα πιο ευρύ φάσμα, θα είμαστε συνέχεια «με το δάκτυλο στη σκανδάλη», όπως είπε ο κύριος πρωθυπουργός σε συνέντευξή του σε τουρκική εφημερίδα; Φυσικά δεν σημαίνει κάτι τέτοιο. Αντιθέτως, η επιθυμία για ειρηνική συνύπαρξη και για λογική διευθέτηση των διαφορών που ανακύπτουν με τις γείτονες χώρες, μπορεί να εξυπηρετηθεί πολύ καλύτερα με ειλικρινή διάλογο, με καθαρή διατύπωση των εκατέρωθεν απόψεων και κυρίως με αποτελεσματική ενημέρωση, όχι μόνο των κυβερνήσεων και των εμπλεκομένων υπηρεσιών, αλλά επίσης, και κυρίως, των κοινωνιών. Και αυτός είναι ένας διαρκής διάλογος στον οποίον αυτοί που συμμετέχουν δεν μπορεί να είναι μόνο ο πρωθυπουργός και δύο υπουργοί. Είναι ένας διάλογος που πρέπει να γίνεται μεταξύ των κοινωνιών, με απόψεις που θα απευθύνονται όχι μόνο στις κυβερνήσεις, αλλά και στους πολίτες. Διάλογος που μπορεί να είναι και οξύς, κάποιες στιγμές, γιατί οι πολίτες μίας χώρας ίσως δεν έχουν συνειδητοποιήσει ποιο τίμημα είναι πιθανόν να πληρώσουν επιδιώκοντας να καταστρατηγήσουν τα δικαιώματα μίας άλλης χώρας. Αλλά, επίσης, διάλογος που μπορεί να είναι και διαφωτιστικός, τόσο για τη μία πλευρά όσο και για την άλλη, γιατί μέσα από αυτόν μία κοινωνία ενδεχομένως να συνειδητοποιήσει ότι συγκεκριμένοι στόχοι που επιδιώκει ή θέσεις που προβάλλει, ίσως είναι άδικες, αθεμελίωτες, ανιστόρητες, και γι’ αυτό ανεδαφικές.
Βεβαίως, αν όχι όλα, κάποια πράγματα –λίγο περισσότερο από όσο σήμερα– θα πρέπει να τα λέει και η πολιτική ηγεσία. Οι κειμενογράφοι των παρεμβάσεων και των συνεντεύξεων του κυρίου πρωθυπουργού για το ταξίδι του στην Άγκυρα, αίφνης, θα εξυπηρετούσαν καλύτερα την υπόθεση του «διαλόγου» αν ήταν λίγο πιο ευθύβολοι, λίγο πιο τολμηροί και, ίσως, λίγο πιο ευφάνταστοι. Θα μπορούσαν ίσως να βάλουν στο στόμα του πρωθυπουργού ένα ρητορικό ερώτημα για το κατά πόσο, μετά την μετατροπή της Αγίας Σοφίας και της Μονής της Χώρας σε ισλαμικά τεμένη, θα ήταν ικανοποιημένη η Τουρκία εάν και από ελληνικής πλευράς μετατρέπαμε το τζαμί στο Μοναστηράκι, σε ινδουιστικό (ή τζαϊνιστικό, ή βουδιστικό ή ακόμη και χριστιανοπροτεσταντικό) ναό προκειμένου να εξυπηρετούνται οι ανάγκες των χιλιάδων εδώ παρεπιδημούντων Ινδών. (Αν και όχι σε χριστιανική ορθόδοξη εκκλησία διότι οι ελληνορθόδοξοι πιστοί και ιερείς θα απέφευγαν αυτόν τον χώρο για την ικανοποίηση των λατρευτικών τους αναγκών). Ή πάλι, όταν αναφέρεται ο πρωθυπουργός στη Θράκη, θα μπορούσαν να αλλάξουν, επιτέλους, την έκφραση «μουσουλμανική μειονότητα» σε «μουσουλμανικές μειονότητες» της Θράκης, σύμφωνα με το ακριβές κείμενο της Συνθήκης της Λωζάνης, αλλά και σύμφωνα με την υφιστάμενη πραγματικότητα, όσο και αν αυτή δεν αρέσει στον κύριο Ερντογκάν και στο εκεί τουρκικό Προξενείο.
Όμως, το κύριο βάρος των απαντήσεων και της προβολής των ελληνικών θέσεων γενικότερα για την εξωτερική πολιτική, θα πρέπει να γίνεται με «ημιεπίσημο» ή και «ανεπίσημο» τρόπο. Με στοχευμένες παρεμβάσεις από υπουργούς, βουλευτές (και της αντιπολίτευσης), ακαδημαϊκούς, δημοσιογράφους αλλά και public intellectuals. Κατά τρόπο ουσιαστικό, όχι δηλαδή απευθυνόμενες προς αλλήλους και προς το εγχώριο κοινό, όπως συμβαίνει σήμερα, αλλά προς τους «κατάλληλους αποδέκτες», όπως το κάνουν οι χώρες που, όσον αφορά την εξωτερική πολιτική, προωθούν τις θέσεις τους συστηματικά, έστω κι αν δεν αντιμετωπίζουν τις απειλές και τους κινδύνους που αντιμετωπίζουμε εμείς. Απόψεις διατυπωμένες με τον κατάλληλο τρόπο, ώστε να φθάσουν στον τελικό αποδέκτη τους που μπορεί να είναι η πολιτική ηγεσία μίας χώρας ή οι πολίτες της –εκείνοι τουλάχιστον, που διαβάζουν εφημερίδες και ακούν ειδήσεις. Συντονισμένες και παρακινημένες, φυσικά, από κάποια υπηρεσία που έχει σχέση με την εξωτερική πολιτική και την προβολή των ελληνικών θέσεων. Αυτό, δηλαδή, που κάνουν οι σοβαρές χώρες για την προώθηση της πολιτικής τους –και που δεν κάνουμε εμείς γιατί είμαστε οι «πραγματιστές» των Βαλκανίων και συνήθως υιοθετούμε την πιο «συνετή» (που τυγχάνει να είναι και η πιο ανέμελη και ξεκούραστη) στάση στα πιο κρίσιμα θέματα. Και ενώ είμαστε η λιγότερο ενεργά δραστηριοποιημένη χώρα στην ευρωπαϊκή διαδικασία, λόγω άγνοιας και επαρχιωτισμού, παρ’ όλα ταύτα συνηθίζουμε να κρυβόμαστε πίσω από την ΕΕ (και το ΝΑΤΟ) για κάθε δυσκολία (κρύβοντας ταυτόχρονα και το κεφάλι μας στην άμμο), πιστεύοντας πως όλα τα προβλήματά μας θα λυθούν όταν και ο τελευταίος Βαλκάνιος ή Ασιάτης που μας απειλεί, γίνει και αυτός μέρος της μεγάλης πολιτισμένης και δημοκρατικής οικογένειας της ΕΕ! Αυτή, όμως, η παραισθητική κοινοτυπία δεν είναι η στάση μίας σοβαρής χώρας, και δεν μπορούμε, για παράδειγμα, να απαντάμε, ξανά, σε μία κορυφαία πρόκληση σαν εκείνη της προέδρου και του πρωθυπουργού του κράτους των Σκοπίων, που παραβιάζουν κάθε έννοια Διεθνούς Δικαίου και έντιμης συνύπαρξης γειτονικών κρατών, με το νηπιακό και χιλιοειπωμένο επιχείρημα «αν λέτε “Μακεδονία” δεν θα σας αφήσουμε να μπείτε στην ΕΕ». Οι συνασπισμοί και οι συμμαχίες είναι καλές και απαραίτητες, αλλά κάποια φορά θα πρέπει να αισθανόμαστε, και να ενεργούμε, ως ένα αυθύπαρκτο έθνος και ως ένα ανεξάρτητο κράτος, μιλώντας με τον ανάλογο τρόπο.
Στην περίπτωση, πάλι, του, τουλάχιστον αμετροεπούς, Αλβανού πρωθυπουργού, ο οποίος στην εν Αθήναις ομιλία του προς τους Αλβανούς συμπατριώτες του (που οι μισοί ήταν δημόσιοι υπάλληλοι οι οποίοι είχαν έρθει, εκόντες άκοντες, από την Αλβανία), αφού, πρώτα, εμμέσως ελεεινολόγησε τον ελληνικό λαό, περιγράφοντας με τα πιο μελανά χρώματα τα «πάθη» των μεταναστών συμπατριωτών του κατά τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασής τους εδώ, τους κάλεσε στη συνέχεια να συνδιαχειριστούν την Ελλάδα μαζί με τους αυτόχθονες (δοθέντος ότι πλέον, κατά την γνώμη του, η χώρα τούς ανήκει εξ ημισείας), θα μπορούσαν και θα έπρεπε να υπάρχουν δύο τύποι απαντήσεων. Μία «επίσημη» από κάποιον κυβερνητικό εκπρόσωπο, ο οποίος θα σημείωνε πως η Ελλάδα, αντί για προσβολές και προκλήσεις, περιμένει συγκεκριμένες ενέργειες με τις οποίες η Αλβανία θα ανταποκριθεί στην ανάγκη για βελτίωση και αναβάθμιση των διμερών σχέσεων, συμπεριλαμβανομένης της υποχρέωσής της για σεβασμό των, τελούντων υπό διαρκή κρατική αμφισβήτηση και υπονόμευση, σήμερα, δικαιωμάτων της ελληνικής μειονότητας. Και μία «ημιεπίσημη» απάντηση, με ένα άρθρο βουλευτή, ας πούμε της κυβερνητικής παράταξης, που θα αποτελούνταν από δύο σκέλη: κατ’ αρχήν θα εξηγούσε ότι η ελληνική κοινωνία υποδέχτηκε όσο καλύτερα μπορούσε τους Αλβανούς μετανάστες στις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν και η ίδια βρισκόταν σε οικονομική και πολιτική κρίση, ενώ ήταν όχι μόνο απολύτως ανέτοιμη για μία τόσο μεγάλη είσοδο ξένων αλλά και χωρίς την παραμικρή εμπειρία για το πώς να χειρισθεί ένα παρόμοιο πρωτοφανές φαινόμενο. Στην συνέχεια, δε, θα εξηγούσε δύο πολύ σοβαρά πράγματα. Πρώτον, ότι υπήρξε τεράστια παράλειψη, αλλά και απρέπεια, του Αλβανού πρωθυπουργού να μη μνημονεύσει το γεγονός ότι ήταν η Ελλάδα, και όχι κάποια από τις άλλες χώρες που τώρα θεωρεί «στρατηγικούς συμμάχους» και «αδελφούς» της Αλβανίας, η οποία Ελλάδα με τα εισοδήματα που προσέφερε στους μετανάστες συμπατριώτες του επέτρεψε στην πατρίδα του να επιβιώσει και να αποφύγει τον λιμό και τον λοιμό, στην πρώτη περίοδο μετά την κατάρρευση του κομμουνιστικού καθεστώτος. Και δεύτερον, πως η Ελλάδα ανήκει μόνο σε αυτούς που, άσχετα από εθνική ή εθνοτική καταγωγή, την αισθάνονται πατρίδα τους και έχουν ελληνική εθνική συνείδηση. Και σε κανέναν άλλον! Αυτά, λοιπόν, θα έπρεπε να ειπωθούν γιατί είναι η αλήθεια και η αλήθεια πρέπει να λέγεται και να προβάλλεται. Αλλά να ειπωθούν με «ημιεπίσημο» τρόπο ώστε να ακουστούν μεν εκεί που πρέπει, χωρίς όμως η δική μας πολιτική ηγεσία να ευτελιστεί αντιδικώντας και ανοίγοντας νέα και αχρείαστα μέτωπα με τον ελαφρώς έξαλλο αλλά, ευτυχώς, ευειδή πρωθυπουργό της Αλβανίας.
Για ένα πιο σοβαρό θέμα, πάντως, η Ελλάδα θα πρέπει να μιλήσει κατ’ ευθείαν στον τουρκικό λαό και στην τουρκική κοινή γνώμη. Θα πρέπει να εξηγήσει πως δεν υπάρχει και ούτε πρόκειται να υπάρξει «Γαλάζια πατρίδα». Θα πρέπει να μιλήσει προκειμένου αυτές οι απόψεις που διατύπωσαν οι πιο ακραίοι κύκλοι του τουρκικού κατεστημένου και υιοθετήθηκαν από το καθεστώς Ερντογκάν, να μην εμπεδωθούν, χωρίς αντίσταση τουλάχιστον, στην τουρκική συλλογική συνείδηση, γιατί μετά οι επιλογές που θα έχουν και δύο χώρες μπροστά τους θα είναι πολύ δύσκολες. Θα πρέπει η Ελλάδα να μιλήσει με πολλούς τρόπους. «Επίσημα», με την ήπια αλλά σταθερή φωνή της πολιτικής ηγεσίας που θα υπογραμμίσει πως δεν υπάρχει «Γαλάζια πατρίδα», αλλά υπάρχει μόνο το Διεθνές Δίκαιο. Αυτό είναι κάτι που μπορεί να το κάνει η πολιτική ηγεσία, χωρίς να υπονομεύσει τα «ήρεμα νερά» και τον υποτιθέμενο διάλογο, πλην όμως δεν το έχει, ακριβώς, κάνει μέχρι τώρα. Να μιλήσει και «ημιεπίσημα», βρίσκοντας τρόπους που θα αναγκάσουν ακόμη και τον κίτρινο σωβινιστικό τουρκικό τύπο να αναπαραγάγει τις ελληνικές απόψεις, ώστε αυτές να φθάσουν έως την τουρκική κοινή γνώμη. Και τέλος να μιλήσει «ανεπίσημα» με τους τρόπους και τις δυνατότητες που προσφέρει η σύγχρονη τεχνολογική πραγματικότητα για τη διαμόρφωση της κοινής γνώμης, δυνατότητες που ελάχιστα χρησιμοποιούμε για την εξωτερική πολιτική (αλλά χρησιμοποιούν κατά κόρον δίκτυα «υποστηρικτών» κομμάτων για να προβάλλουν την πρυτανεύουσα διακομματική ελαφρότητα, πολλές φορές δε και χυδαιότητα).
Άλλωστε, η στάση γενικευμένης αλαλίας της Ελλάδας στις προκλήσεις της εξωτερικής πολιτικής δεν αποδυναμώνει μόνο τις δυνατότητες μόχλευσης για τα σχετικά θέματα εκτός των συνόρων. Υπονομεύει και το «εσωτερικό μέτωπο» κατά πολλούς τρόπους: είτε αφήνοντας το έδαφος ελεύθερο σε έξαλλους και αδίστακτους πατριδοκάπηλους να δημαγωγούν, δημιουργώντας σύγχυση αλλά και διαιρέσεις και αντιπαλότητες χωρίς λόγο, είτε τροφοδοτώντας την πεποίθηση, ιδιαίτερα στη νέα γενιά, πως το ενδιαφέρον και η φροντίδα για τα θέματα της ασφάλειας και της προστασίας της πατρίδας αποτελούν παρωχημένης φύσεως υποθέσεις χωρίς πραγματική ουσία, είτε, τέλος, διαιωνίζοντας έναν εσωτερικό διάλογο για τα θέματα εξωτερικής πολιτικής, ανούσιο και αντιπαραγωγικό. Αυτό μάλιστα το τελευταίο σημείο είναι πολύ σημαντικό: όχι μόνο γιατί μία χώρα που μιλάει με ειλικρίνεια και παρρησία προωθεί ουσιωδώς τις θέσεις της σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, αλλά και γιατί με τον τρόπο αυτό αφ’ ενός μεν αποκτά την δυνατότητα να εμβαθύνει την απαραίτητη δική της αυτογνωσία, εγκαταλείποντας τυχόν λανθασμένες απόψεις και κατευθύνσεις της, αφ’ ετέρου δε μπορεί να εναγκαλίζεται με περισσότερη αυτοπεποίθηση και εμπιστοσύνη εκείνες τις θέσεις της που έχουν αποδειχθεί ανθεκτικές στη βάσανο της αντιπαράθεσης και της διεξοδικής εξέτασής τους.
Πρωτότυπη δημοσίευση: athensvoice.gr