Μέρος 3: Ο δρόμος της υποτέλειας οδηγεί στον πόλεμο, όχι στην ειρήνη
Στο άρθρο αυτό –το τρίτο, και τελευταίο, μέρος του οποίου δημοσιεύουμε σήμερα– προσπαθούμε να απαντήσουμε στο ερώτημα εάν η Ελλάδα θα μπορούσε να ζήσει ειρηνικά με την Τουρκία, χωρίς όμως να εκχωρήσει δικαιώματα και να αυτοχειριασθεί όσον αφορά την εθνική ανεξαρτησία της, υπονομεύοντας έτσι τη μακροχρόνια επιβίωσή της ως ελεύθερο έθνος. Στο πρώτο μέρος του άρθρου («Οριοθετώντας το πρόβλημα») περιγράψαμε τις βασικές συνιστώσες των τουρκικών διεκδικήσεων –που είναι ο σωστός όρος με τον οποίον πρέπει να αναφερόμαστε σε αυτό που από πολλούς αποκαλείται «ελληνοτουρκικές διαφορές»–, ενώ στο δεύτερο μέρος («Η διεθνής νομολογία ως περίγραμμα ενός έντιμου συμβιβασμού») σκιαγραφήσαμε το πλαίσιο εντός του οποίου θα μπορούσε να υπάρξει ένας έντιμος συμβιβασμός μεταξύ των δύο χωρών, για τη μία και μοναδική θεμιτή διαφορά τους η οποία αφορά στην οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ). Θεωρούμε ότι η ελληνική θέση ως προς την επίλυση αυτής της διαφοράς θα πρέπει να επικεντρωθεί στην προβολή και διακήρυξη της άποψης ότι το μόνο αρμόδιο σχετικά είναι το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Σε αυτό το τρίτο, και τελευταίο, μέρος του άρθρου αναφερόμαστε στις πολιτικές σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών και στις προοπτικές τους, οι οποίες επικαθορίζουν αναπόδραστα και τον τρόπο διευθέτησης των μεταξύ τους «διαφορών». Διαπιστώνουμε ότι, δυστυχώς, η Ελλάδα εισέρχεται σταδιακά σε μία πορεία υποτέλειας ως προς την Τουρκία. Αυτό αποτελεί μία επιτυχία της τουρκικής πολιτικής, η οποία έχει αντιληφθεί ότι με τη συνεχή επιθετικότητα, τη συνεχή προβολή όλο και νέων αξιώσεων και διεκδικήσεων και την απειλή βίας, ποδηγετώντας την Ελλάδα, μπορεί να επιτύχει τους στόχους της σε μεγαλύτερο βαθμό, με πιο μόνιμο τρόπο και χωρίς σοβαρούς κινδύνους για την ίδια, σε αντίθεση με μία προσπάθεια δυναμικής επιβολής της, η οποία περικλείει πάντοτε τοενδεχόμενο της ήττας και της αποτυχίας που θα της δημιουργούσε σοβαρότατα προβλήματα και πολύ πιο πέρα από το Αιγαίο. Θεωρούμε, λοιπόν, ότι η πολιτική τού, με κάθε τρόπο, εξευμενισμού της Τουρκίας που ακολουθούν οι ελληνικές κυβερνήσεις, και ιδιαίτερα η παρούσα κυβέρνηση, είναι ο λόγος που μας φέρνει σε πορεία υποτέλειας ως προς τη γείτονά μας, πορεία από την οποία όσο δεν ξεφεύγουμε τόσο τα πράγματα θα γίνονται πιο δύσκολα. Η πολιτική αυτή του εξευμενισμού και της συνακόλουθης αναζήτησης, ως άλλοθι, κάποιων φανταστικών τουρκικών «δικαίων» –που όμως είναι ανύπαρκτα και γι’ αυτό κανείς υποστηρικτής της δεν είναι σε θέση να μας τα προσδιορίσει συγκεκριμένα–, είναι στην πραγματικότητα μία πολιτική η οποία όχι μόνο δεν μπορεί να εξασφαλίσει την ειρήνη αλλά, αντιθέτως, φέρνει το πόλεμο πιο κοντά και τον κάνει πιο πιθανό. Εξηγούμε πως ο φόβος (και, πιο συγκεκριμένα, ο φόβος μίας πολεμικής αναμέτρησης) είναι πάντοτε η αιτία λανθασμένων εκτιμήσεων που συνήθως οδηγούν σε καταστροφικά αποτελέσματα. Υποστηρίζουμε ότι οι διμερείς συνομιλίες πρέπει να διακοπούν άμεσα –η συνέχισή τους επισωρεύει αρνητικά αποτελέσματα– και ότι το επόμενο βήμα θα πρέπει να είναι η πρόταση της Ελλάδας για δημιουργία κοινής επιτροπής με σκοπό την σύνταξη συνυποσχετικού για παραπομπή των «διαφορών» στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Προ αυτού, όμως, η Ελλάδα θα πρέπει να θέσει ως απόλυτο και απαράβατο όρο για την συνέχιση των όποιων συνομιλιών και διαπραγματεύσεων την εκ μέρους της Τουρκίας πλήρη διακοπή οιασδήποτε αναφοράς σε θέματα δήθεν «αδιευκρίνιστης» κυριαρχίας σε νησιά και βραχονησίδες και, βεβαίως, σε αμφισβήτηση της εθνικής κυριαρχίας στα νησιά για τα οποία η Τουρκία ισχυρίζεται πως έχουν παρανόμως εξοπλισθεί για την άμυνά τους.
Η Ελλάδα είναι, πλέον, σε πορεία υποτέλειας στη σχέση της με την Τουρκία
Θα μπορούσε να φανταστεί κανείς τον Χακάν Φιντάν, ξεκινώντας από στάση αυστηρής προσοχής να υποκλίνεται μπροστά στον Έλληνα πρωθυπουργό; Ή να δηλώνει σε Τούρκο δημοσιογράφο «εγώ θα κάνω τη συμφωνία με την Ελλάδα και ας με πούνε μειοδότη;» Η πραγματικότητα σήμερα, την οποία δεν τη φανερώνουν μόνο οι συμβολισμοί αλλά και δεκάδες άλλες δυσμενείς και νοσηρές καταστάσεις, είναι πως η Ελλάδα δεν είναι μία ισότιμη, όσον αφορά την ανεξαρτησία της και την αυτονομία της, χώρα με την Τουρκία. Είναι μία χώρα σε πορεία υποτελή ως προς αυτήν. Δεν μπορεί να εκδώσει και να εφαρμόσει μία υπουργική απόφαση προστασίας του περιβάλλοντος για τα θαλάσσια πάρκα στις περιοχές της νόμιμης (και προφανούς) δικαιοδοσίας της, εάν δεν συμφωνεί με αυτήν η Άγκυρα. Δεν μπορεί να κάνει υδρολογικές έρευνες λίγα μέτρα έξω από την αιγιαλίτιδα ζώνη της των 6 ναυτικών μιλίων σε επίσημα οριοθετημένη με την αντικείμενη χώρα (την Αίγυπτο) δική της ΑΟΖ, εάν δεν υποβάλει αίτημα για να της το επιτρέψει η Τουρκία. Μία ολόκληρη περιοχή της, η Θράκη, κατά κυριολεξία συνδιοικείται με τις τουρκικές προξενικές αρχές. Ο εκπρόσωπος τύπου του κυβερνώντας κόμματος της Τουρκίας υβρίζει με τους πιο ιταμούς χαρακτηρισμούς τον Έλληνα Υπουργό Άμυνας και δεν του απαντάει κανείς, ούτε επίσημα αλλά ούτε καν ανεπίσημα. Στον Έλληνα Υπουργό Εξωτερικών υποβάλλεται από Τούρκους δημοσιογράφους η πλέον αδιανόητη και προκλητική ερώτηση που θα μπορούσε να υποβληθεί (για ποιον λόγο η Ελλάδα αγοράζει οπλισμό και πού θα τον χρησιμοποιήσει!), και αυτός απαντάει όπως θα απαντούσε ένα «παιδί των λουλουδιών» στην Καλιφόρνια του 1969 για τη σημασία της αγάπης και της ειρήνης. Φυσικά, ουδείς Έλληνας δημοσιογράφος τολμάει να θέσει μία αντίστοιχη ερώτηση στον κύριο Φιντάν. Ο Έλληνας πρωθυπουργός δεν έχει τοποθετηθεί ποτέ δημοσίως για τους ισχυρισμούς περί «γαλάζιας πατρίδας», που είναι πλέον επίσημη πολιτική της Τουρκίας. Να πει, για παράδειγμα, ορθά-κοφτά ότι «δεν υπάρχει ‘γαλάζια πατρίδα’, υπάρχει μόνο το Διεθνές Δίκαιο». (Ένας μέσος Τούρκος πολίτης που παρακολουθεί την επικαιρότητα και το έχει ακούσει αυτό από τον κύριο Ερντογκάν δεκάδες φορές, ενώ δεν έχει ακούσει ποτέ την παραμικρή αντίκρουση από την πλευρά της Ελλάδας και, ειδικά, του Έλληνα πρωθυπουργού, δεν είναι φυσικό να θεωρεί πως η Ελλάδα σιωπηρά αποδέχεται το δίκιο της τουρκικής πλευράς να απολαμβάνει την «γαλάζια πατρίδα» της; Αν αύριο ακούσει ότι η Ελλάδα προσπαθεί να αποτρέψει την Τουρκία από το να ενεργήσει στη «γαλάζια πατρίδα» όπως η Τουρκία επιθυμεί, δεν θα το θεωρήσει αυτό επέμβαση της Ελλάδας στο εσωτερικά της Τουρκίας και δεν θα υποστηρίξει με φανατισμό να επιβάλλει η χώρα του αυτά που θεωρεί δικαιώματά της, ακόμη και με πολεμική ενέργεια αν χρειαστεί;). Ο Τούρκος πρόεδρος έχει το ελεύθερο να απειλεί πως θα διδάξει τα κατάλληλα μαθήματα στην Ελλάδα, ένα βράδυ, αν αυτή δεν «συμπεριφερθεί σωστά». (Που συνήθως θεωρεί ότι η Ελλάδα δεν συμπεριφέρεται σωστά τόσο γενικά όσο και, ειδικά, όταν επιμένει –όποτε και όπως, τέλος πάντων, επιμένει– πως οι διαφορές των δύο χωρών θα πρέπει να λυθούν με βάση το Διεθνές Δίκαιο –λέξεις που ο Τούρκος πρόεδρος δαιμονίζεται και μόνο όταν τις ακούει από ελληνικά στόματα). Για τους λόγους αυτούς, μάλιστα, μετά την περίφημη «Διακήρυξη των Αθηνών», δεν παραλείπει να επαναφέρει την Ελλάδα στην τάξη εξηγώντας, όποτε χρειάζεται, τι ακριβώς περιορισμούς στα κυριαρχικά της δικαιώματα (θεωρεί ότι) η «Διακήρυξη» συνεπάγεται.
Λέγεται συχνά πως η Ελλάδα κινδυνεύει με «δορυφοροποίηση» και «φινλανδοποίηση» από την Τουρκία, πλην όμως αυτό είναι ιστορικά ανακριβές. Στη διάρκεια του «ψυχρού πολέμου», η τότε Σοβιετική Ένωση σεβάστηκε πλήρως τα σύνορα της Φινλανδίας, όπως τα προέβλεπε η Συνθήκη των Παρισίων του 1947, και δεν αμφισβήτησε ποτέ την εδαφική της κυριαρχία και ακεραιότητα. Αντιθέτως, η Τουρκία σήμερα δηλώνει καθαρά, επικαλούμενη προσχηματικά και ανυπόστατα νομικά επιχειρήματα, ότι η Ελλάδα έχει υφαρπάξει σειρά νησιών που δεν της έχουν αποδοθεί από τις διεθνείς συνθήκες, ενώ και για άλλα νησιά που αρχικά (!) της είχαν αποδοθεί, όπως εκείνα του Βορειανατολικού Αιγαίου αλλά και τα Δωδεκάνησα, έχει πλέον απωλέσει την κυριαρχία τους! Σε ένα πιο «πολιτικό», αλλά και ποιητικό επίσης, επίπεδο, από τα πιο έγκυρα χείλη, αυτά του Τούρκου προέδρου, ονομάζονται τα ελληνικά νησιά, «νησιά της καρδιάς μας» και κατηγορείται μεταθανατίως ο ιδρυτής της νεότερης Τουρκίας Κεμάλ Ατατούρκ ότι τα «εγκατέλειψε» στην Ελλάδα!
Εδώ, λοιπόν, δεν πρόκειται για περίπτωση «φινλανδοποίησης» ή «δορυφοροποίησης». Πρόκειται, στην πραγματικότητα, για μία κατάσταση άνισης σχέσης μεταξύ των δύο χωρών, την οποία όμως η Ελλάδα αποδέχεται, και είναι ακριβώς αυτή η αποδοχή που τείνει να μετατρέπει σταδιακά τη σχέση της με την Τουρκία σε σχέση υποτέλειας: ενώ η Τουρκία εκφράζει διεκδικήσεις εις βάρος της ίδιας της εδαφικής της ακεραιότητας, την ίδια στιγμή η Ελλάδα όχι μόνο συζητάει μαζί της σε «ήρεμα νερά», αλλά παρουσιάζει και συμφωνεί κοινές υποψηφιότητες για θέσεις αξιωματούχων σε διεθνείς οργανισμούς, όπως στον ΟΑΣΕ. Δυστυχώς, όμως, εκείνο το ποιοτικό χαρακτηριστικό που διαφοροποιεί μία κατάσταση «φινλανδοποίησης» από μία σχέση υποτέλειας είναι πως ενώ η «φινλανδοποίηση» μένει διαχρονικά σταθερή, η κατάσταση υποτέλειας τείνει συνεχώς να επιδεινώνεται.
Είναι σαφές πως στον κόσμο που ζούμε ο λόγος που προσπαθεί κανείς να επιβάλλει την κυριαρχία του και να δημιουργήσει σχέση υποτέλειας με κάποιον άλλο δεν είναι διότι επιθυμεί να του προσφέρει ειρήνη, ασφάλεια και ευημερία. Είναι διότι επιδιώκει να τον εκμεταλλευτεί, να του αποστερήσει όσα του ανήκουν, ή ακόμη, εάν αυτό είναι δυνατόν, να τον εξαφανίσει τελείως για να μην μπαίνει εμπόδιο στα σχέδιά του. Επάνω σε αυτήν την αδιαμφισβήτητη αξιωματική αρχή, άλλωστε, έχουν στηριχθεί όλες –μα απολύτως όλες– οι θεωρίες και οι αναλύσεις που αφορούν στην εθνική ασφάλεια, στις διεθνείς σχέσεις και στη γεωπολιτική. Έχοντας κατά νου αυτόν τον οικουμενικό κανόνα, λοιπόν, οφείλουμε να πούμε πως ο ισχυρισμός τον οποίον ακούμε από διάφορους υπερασπιστές της τρέχουσας κυβερνητικής πολιτικής περί «προσέγγισης» και επίλυσης των διαφορών μας με την Τουρκία, μέσα από πλεύση σε «ήρεμα νερά» («ήρεμα», φυσικά, γιατί δεν αντιδρούμε σε τίποτα και δεχόμαστε τα πάντα), η οποία θα μας εξασφαλίσει διαχρονική ασφάλεια φέρνοντας στις δύο όχθες του Αιγαίου οριστική ειρήνη είναι, όχι μόνο απολύτως λανθασμένος, αλλά και εξαιρετικά ανόητος.
Υποχωρούμε γιατί η Τουρκία έχει δίκιο ή γιατί φοβόμαστε;
Για να μπορέσουμε να κρίνουμε εάν η τρέχουσα πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης απέναντι στην Τουρκία είναι σωστή ή λάθος, θα πρέπει να ζητήσουμε τόσο από την ίδια την κυβέρνηση όσο και από τους υποστηρικτές της συγκεκριμένης πολιτικής της να μας απαντήσουν σε ένα απλό, αλλά πολύ βασικό ερώτημα: ποιος είναι ο κύριος λόγος για τον οποίο θεωρούν ότι θα πρέπει να «διευθετηθούν» οι διαφορές με την Τουρκία με υποχωρήσεις από τις πάγιες ελληνικές θέσεις, ώστε να βρεθεί «λύση» έστω και αν θα είναι ιδιαίτερα οδυνηρή για την Ελλάδα; Είναι, άραγε, διότι οι Τούρκοι έχουν δίκιο και πρέπει εμείς να το παραδεχτούμε και να υποχωρήσουμε στα σημεία τουλάχιστον που έχουν δίκιο, ή είναι διότι η Τουρκία είναι πολύ ισχυρή και επιθετική και, αφού δεν μπορούμε να την αντιμετωπίσουμε, θα πρέπει να δεχθούμε τις απαιτήσεις της και να υποχωρήσουμε στις διεκδικήσεις της για να μην μας συμβούν τα χειρότερα; Αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό ερώτημα, το πιο σημαντικό ίσως, το οποίο, όμως, δεν έχει τεθεί ποτέ προς τους εκπροσώπους των συγκεκριμένων απόψεων και, φυσικά, δεν έχει απαντηθεί από αυτούς.
Εάν, λοιπόν, απαντήσουν ότι οι διεκδικήσεις της Τουρκίας είναι θεμιτές και ότι η χώρα αυτή δικαιούται να έχει την πρόσβαση και τον έλεγχο στο Αιγαίο που επιζητεί και απαιτεί, τότε η δική μας ανταπάντηση σε αυτό πρέπει να είναι πως όσα πιστεύουν οφείλονται στην τεράστια πνευματική τους σύγχυση και στη βαθιά άγνοιά τους για βασικές έννοιες του Θετικού Δικαίου, αλλά ενδεχομένως και στην ενδιάθετη «ανοσία» τους όσον αφορά το Φυσικό Δίκαιο. (Και ας μας επιτρέψουν να τους παραπέμψουμε στα δύο προηγούμενα μέρη του παρόντος άρθρου, όπου εξετάστηκαν ενδελεχώς ερωτήματα σχετικά με το «ποιος έχει δίκιο»).
Εάν, πάλι, ο λόγος για τον οποίον υποστηρίζουν τον «επώδυνο συμβιβασμό» (δηλαδή την υποχώρηση από τις πάγιες εθνικές μας θέσεις και την αποδοχή των τουρκικών αξιώσεων) είναι πως αισθάνονται φόβο απέναντι στην τουρκική ισχύ και στην τουρκική πίεση και πιστεύουν ότι οι υποχωρήσεις και οι παραχωρήσεις θα απομακρύνουν, και μάλιστα δια παντός, το κακό που μας απειλεί, τότε αυτό είναι μία ακόμη πιο λανθασμένη άποψη από τον (πραγματικά αλλόκοτο και αθεμελίωτο) ισχυρισμό πως «οι Τούρκοι έχουν δίκιο». Πρόκειται για μία ανιστόρητη και απολύτως ανεδαφική ιδέα: όταν παραδίδεσαι αυτοβούλως σε έναν ανεξέλεγκτο αντίπαλο, το βέβαιο είναι πως θα καταστραφείς υφιστάμενος τις μεγαλύτερες δυνατές απώλειες, ενώ και η οδύνη θα είναι η μεγαλύτερη δυνατή που θα μπορούσες να αισθανθείς. Ο φόβος είναι ο πιο κακός σύμβουλος στην πολιτική, στη διπλωματία και στις διεθνείς σχέσεις. Και είναι ακόμη χειρότερος όταν αποδέχεσαι τον ρόλο και την θέση του αδυνάτου και δεν προσπαθείς να γίνεις εσύ ο δυνατός.
Άλλωστε αυτά, δηλαδή η παραίτηση και η αποδοχή της ήττας δίχως αντίσταση, είναι συναρτόμενα με την ηθική κατάπτωση και την παρακμή. Πιστεύει, δηλαδή, κανείς ότι μία χώρα η οποία υποχωρεί αμαχητί στην εξωτερική απειλή, αυτοκαταστρέφεται και ακρωτηριάζεται αυτοβούλως, θα μπορούσε κατόπιν αυτού (και μάλιστα εξ αιτίας αυτού) να επιδοθεί απερίσπαστη και με επιτυχία στα «ειρηνικά» της έργα και να επιτύχει την «αναγέννησή» της; Καταφέρνοντας, ας πούμε, να αλλάξει το παραγωγικό της μοντέλο, να ξαναφέρει πίσω τους συμπατριώτες που έφυγαν γιατί δεν έβρισκαν μέλλον σε αυτήν και, γενικά, να γνωρίσει μία κοινωνική και οικονομική άνθηση και ανάταξη; Πιστεύει κανείς ότι η προϊούσα ηθική αποσάθρωση της ελληνικής κοινωνίας, σήμερα, και η υποτελής συμπεριφορά της έναντι της Τουρκίας δεν συνδέονται με κάποια αιτιακή σχέση; Πώς θα αγαπήσουν οι πολίτες την πατρίδα τους ξανά αν αυτή το μόνο που έχει να τους προσφέρει είναι η εγκατάλειψη των εθνικών δικαίων και η αυτόβουλη παράδοση στην εξωτερική επιβουλή;
Η υποτέλεια φέρνει τον πόλεμο, όχι την ειρήνη
Πιο σημαντικό από όλα, όμως, είναι να γίνει κατανοητό πως μία πολιτική που αποδέχεται και ενισχύει την υποτέλεια δεν μας οδηγεί στην ειρήνη, έστω και στην ειρήνη της καταισχύνης. Αντίθετα, μας οδηγεί στη σύγκρουση και, ίσως, στην καταστροφή μία ώρα αρχύτερα. Διότι είναι σαφές πως μια υποχώρηση πίσω από τα όρια ενός έντιμου συμβιβασμού (τον οποίο περιγράψαμε στο δεύτερο μέρος αυτού του άρθρου) δεν θα γίνει δεκτή από την ελληνική κοινωνία, όσο και αν προσπαθήσουν να την επιβάλουν ο κύριος πρωθυπουργός και η κυβέρνησή του. Δεν θα γίνει δεκτή, και αυτό θα φέρει κοντά τον πόλεμο πολύ πιο γρήγορα από ό,τι θα τον έφερνε μία ισορροπημένη στάση της χώρας μας απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα και στην απειλή βίας.
Ακόμη και αν ελάμβανε τώρα όλα αυτά που ζητούσε, η τουρκική επιθετικότητα δεν θα σταματούσε εκεί. Αυτό δεν είναι απλά και μόνο κατανοητό από κάθε άνθρωπο με στοιχειώδη λογική. Είναι και σαφώς εκπεφρασμένο και σαφώς διατυπωμένο από τον Τούρκο Υπουργό Εξωτερικών. Οι μουσουλμάνοι πολίτες της ελληνικής Θράκης, θα πρέπει να είναι οι πλέον τυχεροί γηγενείς μουσουλμάνοι, απανταχού της γης, διότι ζουν με τις περισσότερες ελευθερίες από όλους τους ομοθρήσκους τους (συμπεριλαμβανομένων εκείνων που διαβιούν στην «κολοβή» δημοκρατία της Τουρκίας), σε δημοκρατικό καθεστώς και με όλα τα ανθρώπινα και δημοκρατικά τους δικαιώματα να γίνονται σεβαστά. Και όμως, ο κ. Φιντάν ενώ είχε δηλώσει ότι αφού «επιλυθεί» το ζήτημα του Αιγαίου η Τουρκία θα στραφεί και στην «επίλυση» των προβλημάτων των μουσουλμάνων πολιτών της Δυτικής Θράκης, τώρα άλλαξε γνώμη και επιθυμεί να «λύσει τα προβλήματα» των ομοθρήσκων του εν τω άμα! Γιατί η Τουρκία «είναι μεγάλη και ένδοξη» και προστατεύει τους ομοεθνείς της και τους πιστούς Μουσουλμάνους, όπου και αν βρίσκονται –όπως έχει πει και ο Τούρκος πρόεδρος. Άλλαξε γνώμη ο κ. Φιντάν μάλλον διότι μετά, σε μία δεύτερη φάση, θα ακολουθήσει το θέμα των μη γηγενών μουσουλμάνων που παρεπιδημούν εν Ελλάδι και έχουν την υψηλή προστασία της «μητέρας Τουρκίας», καθώς και το ζήτημα της κατασκευής τεχνητών νησιών στην ΑΟΖ που θα έχει αποκτήσει η Τουρκία δυτικά της Λήμνου, μπροστά από την Εύβοια, που θα είναι κάτι σαν εθνικό της έδαφος και θα πρέπει να έχει και τις σχετικές «πρόνοιες»… Και ούτω καθ’ εξής.
Όσο και αν μισεί ή αν φοβάται κανείς την ιδέα του πολέμου, τα προσωπικά του αισθήματα δεν συνεπάγονται πως ο πόλεμος θα παύσει να υπάρχει ως απειλή. Η προσπάθεια να τον αποφύγει κανείς με κάθε τρόπο, συνήθως είναι ολέθρια: τον φέρνει μία ώρα νωρίτερα και τον κάνει να είναι καταστροφικός για όποιον είναι άβουλος, ανέτοιμος και φοβικός. Γι’ αυτό, όποιος μισεί τον πόλεμο θα πρέπει να μην τον φοβάται, αλλά να προετοιμάζεται γι’ αυτόν έτσι ώστε να μπορεί να τον αποτρέψει, αλλά και αν παρ’ ελπίδα, τελικά, ο πόλεμος έλθει, να κινδυνεύσει το λιγότερο δυνατόν ή να έχει τις μικρότερες απώλειες από αυτόν. Η τελείως λανθασμένη πολιτική της σημερινής ελληνικής κυβέρνησης, πάντως, είναι απολύτως βέβαιο πως τον φέρνει πιο κοντά.
Το χειρότερο που κάνει ο φόβος είναι ότι δεν σε αφήνει να σκεφτείς καθαρά και να εκτιμήσεις αντικειμενικά την κατάσταση μπροστά, και μέσα, στην οποία βρίσκεσαι. Η Τουρκία είναι πιο μεγάλη και πιο πλούσια χώρα από εμάς και, χωρίς αμφιβολία, έχει υπεροπλία απέναντί μας, έστω και αν αυτό το τελευταίο είναι δικό μας σφάλμα και δικιά μας ευθύνη που το αφήσαμε να συμβεί. Επίσης, για όποιον δεν εθελοτυφλεί και για όποιον δεν βαυκαλίζεται, είναι απολύτως καθαρό ότι η Τουρκία επιδιώκει να αποσπάσει κυριαρχία και κυριαρχικά δικαιώματα από την Ελλάδα, ακρωτηριάζοντας την εδαφική της ακεραιότητα και όχι μόνο. Γιατί λοιπόν, αφού μάλιστα έχει και υπεροπλία, δεν μας έχει ήδη επιτεθεί για να επιτύχει τους στόχους της; Αν προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό με ψύχραιμη και νηφάλια σκέψη, χωρίς φόβο, τότε είναι πιθανόν να αντιληφθούμε καλύτερα τη θέση στην οποία βρισκόμαστε σήμερα, καθώς και τους κινδύνους που μας απειλούν.
Υπάρχουν τρεις λόγοι για τους οποίους η Τουρκία δεν μας έχει επιτεθεί στρατιωτικά μέχρι σήμερα. Ο πρώτος λόγος σχετίζεται με το γεγονός ότι η Τουρκία είναι εκείνη που θέλει να αποσπάσει εδάφη από την Ελλάδα και όχι το αντίστροφο. Συνεπώς, η Ελλάδα βρίσκεται στη θέση του αμυνόμενου. Σύμφωνα με ένα κεντρικό δόγμα της στρατιωτικής θεωρίας, ο αμυνόμενος βρίσκεται σε σχετικά πλεονεκτική θέση, διότι ο επιτιθέμενος πρέπει να διαθέτει υπετριπλάσια ισχύ για να τον καταβάλει. Αυτό θα καθιστούσε ένα στρατιωτικό εγχείρημα της Τουρκίας πολύ επισφαλές, παρά την υπεροπλία της.
Ο δεύτερος λόγος είναι πως πάντοτε στην τουρκική σκέψη υπάρχει ο φόβος πως ένας πόλεμος με την Ελλάδα ο οποίος, ενδεχομένως, θα κατέληγε με αρνητικό για την Τουρκία τρόπο, θα είχε πολύ άσχημες επιπτώσεις και στην ανατολική πλευρά της χώρας τους, επιπτώσεις που θα ήταν δυνατόν να επιφέρουν έως και εδαφική συρρίκνωση του κράτους που δημιούργησε ο Κεμάλ Ατατούρκ. (Είναι παράδοξο, αλλά είναι και αλήθεια, πως εάν η Τουρκία ηττάτο σε έναν πόλεμο στα δυτικά της, θα υφίστατο τις μεγαλύτερες απώλειες στα ανατολικά της! Ειδικά, αν η Τουρκία έχανε την πολεμική της αεροπορία, με την οποία μπορεί και βομβαρδίζει αμάχους και ένοπλους που δεν έχουν δική τους αεροπορία να απαντήσουν, η απώλεια του τουρκικού Κουρδιστάν γι’ αυτήν θα ήταν θέμα λίγων εβδομάδων).
Ο τρίτος, και πιο σημαντικός, όμως λόγος, που υπερκαθορίζει και τους άλλους δύο, ως προς το γιατί η διαθέτουσα την υπεροπλία Τουρκία δεν έχει, προσώρας, επιχειρήσει να κερδίσει με την βία αυτά που επιθυμεί είναι διότι, πολύ απλά, έχει καταλήξει στο συμπέρασμα πως μπορεί να κερδίσει περισσότερα, με πολύ λιγότερους κινδύνους, μέσα από την τρομοκρατία και τον εκφοβισμό που ήδη τείνουν να μετατρέψουν την Ελλάδα σε υποτελή χώρα. Διότι αν το σχέδιο αυτό επιτύχει, η Τουρκία θα έχει αποσπάσει περισσότερα και σε πιο σταθερή βάση. Αν η όποια αποστέρηση ελληνικής κυριαρχίας ή ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων γινόταν με πολεμική βία, αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία πολλών διπλωματικών, νομικών και οικονομικών προβλημάτων για την Τουρκία, χωρίς ταυτόχρονα να διασφαλίζει διαχρονικά τα κέρδη της, διότι η Ελλάδα θα μπορούσε να αναδιοργανωθεί, να επανεξοπλιστεί και να αντεπιτεθεί, όπως έχει γίνει ξανά στην ιστορία, ανακαταλαμβάνοντας αυτά που έχασε. Αντίθετα, εάν η Ελλάδα υπό την πίεση των απειλών της βίας και του φόβου, παραδοθεί μονομερώς και συναινέσει να παραχωρήσει κυριαρχία ή κυριαρχικά δικαιώματα, ουδείς τρίτος θα μπορεί να κατηγορήσει την Τουρκία και ουδείς διεθνής οργανισμός να την καταδικάσει. Επιπλέον, οι νέες κτήσεις της θα είναι οριστικά εξασφαλισμένες, διότι η Ελλάδα δύσκολα θα μπορούσε να ξεκινήσει να ανακαταλάβει με πόλεμο κάτι το οποίο παραχώρησε μονομερώς και με δική της συναίνεση. Αυτός είναι και ο πιο βασικός λόγος για τον οποίον η Τουρκία, ενώ είναι μια πολεμικά επιθετική χώρα που έχει ήδη εισβάλει σε τρεις άλλες χώρες, αποφεύγει, επί του παρόντος, να χρησιμοποιήσει την πολεμική μέθοδο εναντίον της Ελλάδας: προτιμάει να εξασφαλίσει από αυτήν όλα όσα θέλει με την μετατροπή της σε υποτελή χώρα μέσω του εξαναγκασμού, της τρομοκράτησης και της έμμεσης πλην σαφούς απειλής για άσκηση βίας.
Οι διμερείς συνομιλίες πρέπει να σταματήσουν άμεσα
Στη διαδικασία των διμερών συνομιλιών και της συναφούς «Διακήρυξης των Αθηνών» εισήλθαμε με τον πλέον παρανοϊκό τρόπο. Γιατί είναι απολύτως παρανοϊκό να διαλύεις μία επιτροπή η οποία μετά από 64 γύρους διερευνητικών συνομιλιών δεν κατέληξε πουθενά (και να την διαλύεις ρητά γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, δηλαδή διότι δεν κατέληξε πουθενά) και, ακολούθως, τη στιγμή που ο αντίπαλος σου διατρανώνει σε όλους τους τόνους ότι σκοπός του είναι να σου αφαιρέσει κυριαρχία, δηλαδή εδάφη και θάλασσα, και κυριαρχικά δικαιώματα, δηλαδή υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ, εσύ να δηλώνεις πως ήρθε, πλέον, η ώρα και είσαι αποφασισμένος μέσα από διμερείς συνομιλίες να βρεις λύσεις κάνοντας «υποχωρήσεις». Αλήθεια, ποια περιθώρια διαπραγμάτευσης έχεις όταν δηλώνεις τέτοια πράγματα δημοσίως; Ισχυριζόμενος, μάλιστα, την ίδια στιγμή, ότι ο ελληνικός λαός (που, έτσι κι αλλιώς, δεν σε έχει εξουσιοδοτήσει για τίποτα παρόμοιο) δεν πρέπει να γνωρίζει τι ακριβώς διαπραγματεύεσαι διότι έτσι, δήθεν, θα χαθεί το διαπραγματευτικό σου πλεονέκτημα! Μα ο αντίπαλος και ομοτράπεζος σου στις διαπραγματεύσεις γνωρίζει πολύ καλά τι διαπραγματεύεσαι μαζί του, ενώ έχεις ήδη δηλώσει δημοσίως την πρόθεσή σου να «υποχωρήσεις», αλλά και την βεβαιότητά σου ότι θα προκύψει «αποτέλεσμα» από τις διαπραγματεύσεις που έχεις μαζί του! Ποιο ακριβώς είναι το «διαπραγματευτικό πλεονέκτημα» που ο μόνος που δεν πρέπει να ξέρει τι διαπραγματεύεσαι είναι ο ελληνικός λαός, και γιατί αυτό το πλεονέκτημα θα χαθεί αν το μάθει και αυτός; Με τον ελληνικό λαό διαπραγματεύεσαι ή με τον Ερντογκάν;
Ποιο, λοιπόν, θα πρέπει να είναι το επόμενο βήμα προκειμένου να εξέλθουμε από την παγίδα στην οποία μας έχει καθηλώσει η κυβερνητική μικρόνοια, τερματίζοντας την τραγικά επικίνδυνη κωμωδία των συνομιλιών και των συναντήσεων όπου, κάθε φορά, ξανά και ξανά, απλά νομιμοποιούμε τις διεκδικήσεις των Τούρκων επιτρέποντάς τους να δηλώνουν, χωρίς την παραμικρή δική μας αντίδραση, εις επήκοον και των δύο λαών αλλά και της διεθνούς κοινότητας, πως όλα τα ζητήματα «είναι στο τραπέζι» και πως έρχονται στην Ελλάδα για να «μετρήσουν το οικόπεδο» (που προφανώς αναμένουν ότι θα αποκτήσουν), καθώς και ότι απαιτείται «ολιστική» προσέγγιση, δηλαδή επανεξέταση της ελληνικής κυριαρχίας σε 153 η σε 300 ή Κύριος οίδε σε πόσα ελληνικά νησιά;
Η μόνη διέξοδος θα ήταν να δηλώναμε ρητά δύο πράγματα: πρώτον, ότι δεν υπάρχει περιθώριο για ουδεμία περαιτέρω συνομιλία και ουδεμία διαπραγμάτευση, εάν η Τουρκία συνεχίσει να θέτει ζητήματα κυριαρχίας σε ελληνικά νησιά και ελληνικές βραχονησίδες. Είναι απολύτως αδιανόητο και μία παγκόσμια πρωτοτυπία –δηλαδή κάτι που δεν έχει ξαναγίνει πουθενά– να συζητάει μία χώρα σε «φιλικό» τόνο και σε συμμαχικά πλαίσια με μία άλλη για διάφορα θέματα, μεταξύ των οποίων και το εάν της ανήκουν μεγάλα τμήματα της επικράτειάς της, δηλαδή εδάφη τα οποία έχει αποκτήσει με διεθνείς συνθήκες εδώ και έναν αιώνα και ποτέ και από κανέναν δεν αμφισβητήθηκε επί έναν αιώνα η κυριαρχία της σε αυτά (ενώ κατοικούνται από ομοεθνείς της για περισσότερο από 3.000 χρόνια). Δεν μπορεί να υπάρχει κάποιος σοβαρός άνθρωπος, ακόμη και μεταξύ εκείνων που μετέρχονται το στρεψόδικο επιχείρημα πως «το Αιγαίο δεν είναι ελληνική λίμνη», που να πιστεύει ότι έχει νόημα να γίνεται διαπραγμάτευση με αυτό το περιεχόμενο και ότι μία τέτοια διαπραγμάτευση μπορεί να καταλήξει σε μία δίκαιη λύση. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι υπόλογη που το έχει δεχθεί αυτό μέχρι σήμερα και οφείλει να το διακόψει άμεσα. Αυτός θα πρέπει να είναι ο πρώτος όρος για να συνεχιστούν οι συνομιλίες με την Τουρκία.
Υπό την προϋπόθεση ότι ο πρώτος όρος θα γίνει αποδεκτός, ο δεύτερος όρος, η πρόταση της ελληνικής πλευράς, θα πρέπει να είναι, εφ’ όσον οι διερευνητικές έχουν αποτύχει και οι δύο πλευρές συμφωνούν ότι διαφωνούν, να δημιουργηθεί μία νέα κοινή επιτροπή, η οποία θα εργαστεί προς σύνταξη συνυποσχετικού για προσφυγή των δύο χωρών στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. (Όσο δε αφορά τα λεγόμενα θέματα της «θετικής ατζέντας», αυτά μπορούν να παραπεμφθούν σε άλλες επιτροπές. Δεν είναι ούτε απαραίτητο ούτε σκόπιμο να ασχολούνται επισταμένα οι δύο υπουργοί εξωτερικών, πόσο μάλλον οι επικεφαλής των κυβερνήσεων, με θέματα τουριστικής συνεργασίας ή σύσφιξης των πολιτισμικών μας σχέσεων όπου, επί παραδείγματι, η ελληνική πλευρά θα συνεργάζεται με την τουρκική σε θέματα αναστήλωσης και συντήρησης εν Ελλάδι τεμενών, ενώ η τουρκική θα μετατρέπει την Αγία Σοφία σε τζαμί!).
Η κοινή επιτροπή για τη σύνταξη του συνυποσχετικού θα διερευνούσε ποια από τα θέματα που απασχολούν τις δύο χώρες θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν σε αυτό και να παραπεμφθούν στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης και ποια όχι. Δεν θεωρούμε πιθανόν να ευοδωθεί το έργο μίας παρόμοιας επιτροπής, δεδομένης της επιθετικότητας και της αδιαλλαξίας της Τουρκίας. Εάν, όμως, ευτυχίσουμε να προσεγγίσουμε το συγκεκριμένο σημείο, τότε εάν το κείμενο του συμφωνηθέντος συνυποσχετικού περιλαμβάνει κάτι περισσότερο από την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ, (και, ειδικότερα, κάτι που μπορεί να αφορά ή να εφάπτεται με την Δήλωση που υπέβαλε η Ελλάδα το 2015 στον ΟΗΕ για θέματα τα οποία εξαιρεί από τη δικαιοδοσία τού Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης), τότε το κείμενο του συνυποσχετικού θα πρέπει πριν την ολοκλήρωση της συμφωνίας να τεθεί στην κρίση και υπό την έγκριση του ελληνικού λαού.
Η γνώμη μας είναι ότι ζητήματα που έστω και εφάπτονται της κυριαρχίας δεν πρέπει να παραπεμφθούν σε διεθνή διαιτησία. Πιστεύουμε, ωστόσο, ότι εάν η κυβέρνηση έχει αποφασίσει να συζητήσει τέτοια θέματα με την Τουρκία (διότι, όπως είπε σε πρόσφατη συνέντευξή του ο κύριος πρωθυπουργός, η κυριαρχία «είναι μία σχετική έννοια», χωρίς βεβαίως να καταλάβουμε τι ακριβώς εννοούσε, διότι δεν του ζητήθηκε από τους έμπροσθέν του ευρισκόμενους δημοσιογράφους να το διευκρινίσει), τότε είναι προτιμότερο να τα θέσει ως θέματα του συνυποσχετικού (και υποχρέωσή της να ζητήσει την νομιμοποιητική έγκριση των πολιτών γι’ αυτό) αντί να τα «επιλύσει» μέσω διμερών συνομιλιών. Και τούτο διότι κάθε παραχώρηση μονομερώς είναι τελεσίδικη και οριστική. Μπορεί να αρθεί μόνο με πόλεμο και βία. Αντίθετα, οι παραχωρήσεις που θα γίνονταν σχετικά με την παραπομπή μίας διαφοράς στο δικαστήριο δεν είναι προδικασμένες ως προς την εξέλιξή τους –και γνωρίζουμε πως η Ελλάδα έχει το δίκιο (δηλαδή την νομική πτυχή) με το μέρος της. Για να το διατυπώσουμε με μορφή αξιώματος: κάθε παραχώρηση στις διμερείς διαπραγματεύσεις είναι αναπόφευκτα ίση ή χειρότερη από την αντίστοιχη παραχώρηση στη σύνταξη του συνυποσχετικού για παραπομπή των ελληνοτουρκικών διαφορών στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Και αυτό θα έπρεπε εξ αρχής να αποτελεί την κατευθυντήρια αρχή της κυβέρνησης. Το γεγονός ότι η κυβέρνηση, στην σπουδή της να «ρυθμίσει» τις ελληνοτουρκικές διαφορές, δεν έχει καταστήσει σαφές πόσο πολύ διαφορετικό είναι το να προκύψει μία διευθέτηση από διμερείς διαπραγματεύσεις σε σχέση με το να προκύψει μία διευθέτηση από προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, δημιουργεί ερωτηματικά και απορίες. Οφείλεται αυτό στην πρόθεσή της να εκχωρήσει στην Τουρκία κυριαρχία και κυριαρχικά ελληνικά δικαιώματα πάση θυσία ή οφείλεται στη βαθιά σύγχυση που χαρακτηρίζει την σκέψη της; Υπό το πρίσμα αυτό φαίνεται πόσο πολύ τραγικό είναι το γεγονός ότι ο Υπουργός Εξωτερικών της χώρας μας δήλωσε πως θα φέρει την «ειρήνη» και ας τον πουν και «μειοδότη».
Στις παρούσες συνθήκες, η ελληνική κοινωνία πρέπει να εκφράζει προς κάθε κατεύθυνση τη «μονοδιάστατη» απαίτηση να επιλυθεί το ζήτημα των τουρκικών διεκδικήσεων αποκλειστικά από την διεθνή δικαιοσύνη, διότι αυτό συνιστά μία δικλείδα ασφαλείας έναντι όλων: και της κυβέρνησης Μητσοτάκη, και των επελαυνόντων Τούρκων, και της επισπεύδουσας υπερατλαντικής συμμάχου μας που έχει μεθοδεύσει την «προσέγγιση» των δύο χωρών. Για τον λόγο αυτό, η ενεργητική προβολή της ανάγκης παραπομπής σε διεθνή δικαιοδοτικά όργανα δεν είναι μόνο, ή κυρίως, μία διπλωματική μεθόδευση, ένας ελιγμός για να αποφορτιστεί αναγκαστικά η επιθετικότητα της Τουρκίας. Είναι και μία λύση σχετικής εξασφάλισης του ελληνισμού. Ο ελληνικός λαός δεν θα είχε ποτέ την επιθυμία να δει μία κυβέρνηση να διαπραγματεύεται για να «επιλύσει» τα προβλήματά μας με την Τουρκία ξεκινώντας με αναφορές σε «υποχωρήσεις» και σε «σχετικές έννοιες» κυριαρχίας, όπως έχει κάνει η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Είναι προφανές ότι όποια ελληνική κυβέρνηση είχε συρθεί σε μία τέτοιου είδους διαπραγμάτευση θα το είχε κάνει από θέση αδυναμίας –και θα διαπραγματευόταν από θέση αδυναμίας. Για τον λόγο αυτό, ο ελληνικός λαός θα είχε περισσότερη εμπιστοσύνη σε ένα διεθνές δικαστήριο από ό,τι στην υποχωρητικότητα και στην «κατανόηση» των τουρκικών επιχειρημάτων.
Θα ήταν πολύ καλό εάν μπορούσαμε να επιλύσουμε τα διμερή προβλήματά μας με την Τουρκία με διμερή ειλικρινή διάλογο, στηριγμένο όχι μόνο στο Δίκαιο αλλά και στη λογική. Αλλά αυτό είναι προφανές πως δεν είναι δυνατόν να συμβεί. Εάν κάποιος δεν αυθυποβάλλεται τότε, από όποια πλευρά και αν κοιτάξει τη συμπεριφορά της γείτονος, αντιλαμβάνεται πως είναι πολύ μεγάλη πλάνη να πιστεύει πως ακόμη και με τη μεγαλύτερη υποχώρηση θα εξασφαλίσουμε μόνιμη ειρήνη με την Τουρκία. Το πιθανότερο είναι πως μετά οποιαδήποτε υποχώρηση της Ελλάδας, η Τουρκία δεν θα γίνει περισσότερο φιλική και ειρηνική. Θα γίνει περισσότερο επιθετική προβάλλοντας επιπλέον αξιώσεις. Και ο πόλεμος, τελικά, θα είναι αναπόφευκτος, πλην όμως εμείς θα αναγκαστούμε να πολεμήσουμε από τη δυσμενέστερη θέση. Η ατραπός στην οποία οδηγεί τη χώρα η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας περνάει μέσα από την υποτέλεια και καταλήγει στην καταστροφή. Γι’ αυτό, η πορεία αυτή θα πρέπει να σταματήσει το συντομότερο δυνατόν.
Πρωτότυπη δημοσίευση: athensvoice.gr