Θέτει η κρίση ζήτημα εθνικής επιβίωσης για την Ελλάδα; (Συνέντευξή μας με τον Δημήτρη Α. Ιωάννου στον Δημήτρη Φύσσα για την Athens Voice, 12-2-2020)

Θέτει η κρίση ζήτημα εθνικής επιβίωσης για την Ελλάδα;

Έχει το βιβλίο σας σχέση με την κρίση; Και ποιο ακριβώς είναι το «Ζήτημα εθνικής επιβίωσης»;

Φυσικά και έχει ο βιβλίο μας σχέση με την κρίση. Είναι ό,τι καταλάβαμε εμείς από την κρίση –τους λόγους εισόδου και τους τρόπους εξόδου από αυτήν. Συμπεριλαμβάνεται και αυτό στα πολλά πνευματικά προϊόντα ή παράγωγά της.

Για να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε ποιο ακριβώς είναι το διακύβευμα σήμερα, ας αναλογιστούμε το εξής. Εάν το έτος 2000 –όταν ως χώρα εισερχόμασταν πανευτυχείς, μακάριοι και γεμάτοι αυτοπεποίθηση στην ευρωζώνη– σας ζητούσε κάποιος να περιγράψετε την Ελλάδα μετά από 20 χρόνια, θα μπορούσατε ποτέ να φανταστείτε τις δυσκολίες, την κατάπτωση, την απαισιοδοξία και την βαρυθυμία που την χαρακτηρίζουν σήμερα; Θα μπορούσατε να φανταστείτε ότι, μετά από 20 χρόνια πορείας μέσα στην ευρωζώνη, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της χώρας θα ήταν πάνω-κάτω το ίδιο με εκείνο του 2000; Πως ένα ποσοστό ανεργίας στο 7% θα έμοιαζε σαν ένας άπιαστος, μακρινός στόχος; Πως το δράμα της δεκαετίας του ‘60 θα επαναλαμβανόταν και στις ημέρες μας, με την έννοια ότι 500.000 Έλληνες νέοι θα είχαν πάρει και πάλι τον δρόμο της ξενιτιάς; Και, εν πάση περιπτώσει, θα μπορούσατε να φανταστείτε ότι το 2020 η πορεία της χώρας προς το μέλλον θα ήταν αβέβαιη; Μάλλον δεν θα μπορούσατε να τα φανταστείτε όλα  αυτά, ούτε εσείς, ούτε και κανείς άλλος –ούτε και εμείς βέβαια.

Έκτοτε όμως, όπως ξέρετε, είδαμε και μάθαμε πολλά και καταλάβαμε ακόμη περισσότερα, από τα οποία το πιο σημαντικό είναι το εξής ένα: ο τρόπος με τον οποίον είναι διαρθρωμένη, λειτουργεί και προσλαμβάνει τον κόσμο η ελληνική κοινωνία δεν της επιτρέπει να συμβαδίζει ομαλά με την δυναμική των παγκόσμιων εξελίξεων. Εξ αιτίας αυτού του γεγονότος, επειδή δηλαδή δεν τις αντιλαμβάνεται και δεν μπορεί να τις χειριστεί αυτές τις εξελίξεις, τις υφίσταται κατά τρόπο τραυματικό και αποσταθεροποιητικό. Τέτοιας φύσεως γεγονός ήταν η κρίση που ξέσπασε ανοικτά το 2010 και την οποία υποστήκαμε όλοι με τόσο σκληρό και τόσο οδυνηρό τρόπο.

Ο τίτλος του βιβλίου, λοιπόν, προκύπτει από την απλή διαπίστωση ότι η ελληνική κοινωνία δεν έχει συνειδητοποιήσει τις αιτίες των προβλημάτων της και ότι, εν πολλοίς, εξακολουθεί να σκέφτεται και να λειτουργεί όπως και πριν από την κρίση. Αυτό αυξάνει με γεωμετρικό ρυθμό τις πιθανότητες να επακολουθήσουν και άλλες δοκιμασίες, πιθανόν μεγαλύτερες. Επίσης, αυτή η πασιφανής αδυναμία και χωλότητα –το κουτσό περπάτημα– που μας διακρίνει, ανοίγει και την όρεξη επίβουλων τρίτων από το εξωτερικό. Συνεπώς, η αλλαγή της νοοτροπίας, των τρόπων λειτουργίας και των δομών της ελληνικής κοινωνίας, βεβαίως πρωτίστως συμπεριλαμβανομένης και της ελληνικής οικονομίας, είναι ζήτημα εθνικής επιβίωσης.

Είναι δηλαδή κοινωνιολογική η προσέγγιση του προβλήματος στο βιβλίο σας ή γίνεται μέσω της οικονομικής θεωρίας;

Το βιβλίο είναι μία συλλογή άρθρων τα οποία γράφτηκαν σε διαφορετικές χρονικές στιγμές κατά τη διάρκεια της κρίσης. Ακολουθεί, όμως, αφ’ ενός μεν τη χρονική διαδοχή των γεγονότων της κρίσης, αφ’ ετέρου δε την θεματική ανάδειξη νέων προβληματισμών και ερωτημάτων που προέκυψαν και προκύπτουν στην εξέλιξή της. Τα οποία, κάποια στιγμή, φτάνουν να γίνουν καθαρά πολιτικής φύσης.

Όταν εκδηλώθηκε η κρίση, ανέκυψε σειρά θεμάτων και ερωτημάτων στο επίπεδο της οικονομικής θεωρίας και της οικονομικής πολιτικής τα οποία έπρεπε να απαντηθούν. Συζητώντας για αυτά, και όσο προχωρούσε η κρίση, διαπίστωνε κανείς ότι, ιδιαίτερα εντός της Ελλάδας, σε μεγάλο βαθμό ερχόταν αντιμέτωπος με έναν ακραίο παραλογισμό που εξέφραζαν τόσο κάποιοι οικονομολόγοι και οικονομολογούντες, όσο και απλοί πολίτες. Δηλαδή, αρνιόντουσαν να αποδεχθούν πράγματα τα οποία ήταν πρόδηλα και πασιφανή, ενώ υποστήριζαν απόψεις που δεν στηρίζονταν σε καμία εμπειρική, στατιστική ή επιστημολογική πραγματικότητα και δεν είχαν καμία λογική. (Και, δυστυχώς, η αποδοχή τους ήταν πλειοψηφική). Εκεί, λοιπόν, ήσουν αναγκασμένος πολλές φορές να κοιτάξεις το κοινωνικό υπόβαθρο, δηλαδή τον πραγματικό γεννήτορα των ιδεολογικών αυτών αντιλήψεων.

Μία γενική αλήθεια, που επιβεβαιώθηκε περίτρανα και στην περίπτωση της πρόσφατης κρίσης, είναι ότι δεν υπάρχει «καθαρή» οικονομική θεωρία και ότι οι θεωρητικές απόψεις είναι, σε μεγάλο βαθμό, εξορθολογισμός ασυνείδητων ή συνειδητών επιλογών που γίνονται εκ των προτέρων. Βεβαίως, θα ρωτήσετε τώρα εάν αυτό συνεπάγεται και την καταδίκη της οικονομικής θεωρίας σε πλήρη αναξιοπιστία και ανυποληψία. Η απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα, ευτυχώς, είναι αρνητική: υπάρχουν και μπορεί να υπάρχουν θεράποντες της οικονομικής θεωρίας οι οποίοι ενσυνείδητα επιλέγουν την ορθολογική προσέγγιση της πραγματικότητας χωρίς μεροληψίες και μονομέρειες και χρησιμοποιούν την επιστημονική μέθοδο ακόμη και ως δοκιμασία των δικών τους προκαταλήψεων. Ή και κάποιοι άλλοι, έστω, που δηλώνουν εκ των προτέρων καθαρά ποιες είναι οι προκείμενες αξίες και αρχές τους. Αυτοί, και οι μεν και οι δε, είναι αξιόπιστοι συνομιλητές και με αυτούς πρέπει να συζητάς. Οι άλλοι, όμως, που είναι «υπερπροσδιορισμένοι» από την ιδεολογία τους, δηλαδή ψεύτες και δημαγωγοί για να το πούμε σε απλά ελληνικά, σε υποχρεώνουν να περιοριστείς στην πολεμική μαζί τους, ακόμη και αν αυτό γίνεται με επίκληση επιστημονικών μεθόδων. Δυστυχώς, από αυτούς τους τελευταίους έχουμε πολλούς στην Ελλάδα και για αυτό συχνά δε μπορούμε να συζητήσουμε ούτε για τα πλέον στοιχειώδη.

Πώς συνδέεται, σύμφωνα με τις αναλύσεις σας, η μακρά πρόσφατη κρίση που πέρασε η Ελλάδα, με το εθνικό της πρόβλημα;

Ο καθένας στην Ελλάδα έχει μία δική του εκδοχή σχετικά με το ποιο είναι το εθνικό πρόβλημα της χώρας. Για κάποιους, μάλιστα, δεν υπάρχει κανένα εθνικό πρόβλημα και όλα είναι μια χαρά, φτάνει να βρίσκονται αυτοί και οι φίλοι τους, οι «κολλητοί» τους όπως λέγεται, στην εξουσία. Η άποψή μας είναι πως το εθνικό πρόβλημα της Ελλάδας, σήμερα, εντοπίζεται στο απλό γεγονός ότι ο κοινωνικός μας σχηματισμός διατηρεί ακόμη πολύ έντονα κάποια αρχαϊκά και προνεωτερικά χαρακτηριστικά, τα οποία δεν του επιτρέπουν να συμβαδίζει με την σημερινή παγκόσμια πραγματικότητα.

Τι ακριβώς σημαίνει αυτό; Πολλά πράγματα. Η δημογραφική κάμψη, για παράδειγμα, αλλά και η εγκατάλειψη της χώρας από τα τέκνα της είναι ένα από αυτά. Ας σημειώσουμε βέβαια πως το ίδιο πρόβλημα (δηλαδή εκτεταμένη μετανάστευση νέων προς την πλούσια Δύση, κυρίως), το αντιμετωπίζουν όλες οι φτωχές χώρες  της Ευρωπαϊκής Ένωσης ιδιαίτερα μετά την δημιουργία του συστήματος Σένγκεν και της ευρωζώνης, πλην όμως όχι σε τόσο μεγάλο βαθμό όσο η Ελλάδα. Σε εμάς, η ελληνική κοινωνία αδυνατεί πλέον να συγκρατήσει ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του ανθρώπινου δυναμικού της και του ανθρώπινου κεφαλαίου της, όχι μόνο γιατί δεν δίνει υψηλούς μισθούς (που δεν μπορεί να δώσει), αλλά κυρίως γιατί δεν μπορεί να τους προσφέρει όραμα ζωής.

Άλλη πτυχή του ίδιου προβλήματος, απόλυτα συνδεδεμένη με το προηγούμενο, είναι ότι η χώρα, όντας εξαιρετικά ευάλωτη και προβληματική στη λειτουργία της, αντιμετωπίζει ευθείες απειλές για την ανεξαρτησία της και την ακεραιότητά της. Αυτό το βιώνουμε κάθε μέρα πλέον, αισθανόμενοι σε απόσταση αναπνοής την εξ ανατολών επιβουλή .

Η συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση και η «ευρωπαϊκή πορεία» της χώρας δεν έχουν συμβάλει στο ξεπέρασμα των όποιων αναχρονιστικών αδυναμιών της;

Η Ελλάδα έχει ένα «ευρωπαϊκό πρόβλημα» για το οποίο, όμως, δεν είναι καθόλου υπεύθυνη η Ευρωπαϊκή Ένωση. Υπεύθυνη είναι η ελληνική πρόσληψη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του τι συνεπάγεται για εμάς η συμμετοχή μας σε αυτήν. Η κρίση που ζήσαμε ήταν η πιο χαρακτηριστική εκδήλωση αυτής της παθογένειας, αυτού του προβληματικού χαρακτηριστικού της ελληνικής κοινωνίας. Δηλαδή, η συμμετοχή σε μία νομισματική ένωση προηγμένων οικονομικά χωρών (ανεξάρτητα του εάν ήταν, υπό το πρίσμα της οικονομικής θεωρίας, μία ορθή ή μία άστοχη ενέργεια), ήταν ως ιστορικό γεγονός μία κομβική επιλογή η οποία θα έπρεπε να λειτουργήσει ως κίνητρο σε μία προσπάθεια για περαιτέρω ανάπτυξη και πρόοδο. Αντί τούτου, όμως, έγινε ένας γκρεμός μέσα στον οποίον πέσαμε και κοντέψαμε να καταστραφούμε τελείως.

Η συγκεκριμένη, βέβαια, πορεία καταστροφής έχει ειδικές τεχνικές πτυχές, τις οποίες προσπαθούμε να αναλύσουμε στο βιβλίο χρησιμοποιώντας την οικονομική θεωρία. Ουσιαστικά, όμως, τροφοδοτήθηκε από μία γενικότερη εγχώρια αντίληψη του κόσμου και μία συνεπαγόμενη στάση ζωής, η οποία εμφανίσθηκε το 1981 λόγω της εισόδου στην ΕΟΚ, γιγαντώθηκε το 2000 λόγω της εισόδου στην ευρωζώνη και στη συνέχεια εμπεδώθηκε πλήρως στη συλλογική συνείδηση. Αυτή η στάση ζωής συνίστατο, εν ολίγοις, στην εδραία πεποίθηση ότι δε χρειαζόταν πλέον να κάνουμε καμία προσπάθεια για να λειτουργήσουμε αποτελεσματικά σε οικονομικό επίπεδο ως κοινωνία αλλά και, γενικότερα, στο ότι δεν χρειαζόταν να επιδεικνύουμε κάποια ιδιαίτερη κοινωνική και εθνική υπευθυνότητα, εφ’ όσον η ευρωπαϊκή ένταξή μας (και μάλιστα στον λεγόμενο «σκληρό πυρήνα») μας είχε υποτίθεται καταστήσει άτρωτους και μας προσέφερε εγγύηση έναντι όλων των κινδύνων και των προβλημάτων. Συνεπώς εμείς, ως κοινωνία, θα μπορούσαμε απλά να απολαμβάνουμε τις χαρές της ζωής! Αυτή, μάλιστα, ήταν μία άποψη την οποία την καλλιεργούσαν τεχνηέντως πολιτικοί ηγήτορες και, κυρίως, οι λεγόμενοι «ευρωπαϊστές». Πρόκειται για μία πραγματικότητα την οποία ζήσαμε και την οποία ουδείς μπορεί να διαψεύσει –και αν προσπαθεί να την διαψεύσει τότε είτε λέει ψέματα είτε δεν είχε καταλάβει σε ποια κοινωνία ζούσε.

Τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης αντίληψης τα είδαμε βέβαια από το 2009 και μετά. Αυτό, λοιπόν, είναι το εθνικό πρόβλημα σήμερα: ότι ως κοινωνία δεν είμαστε πνευματικά έτοιμοι και ιδεολογικά εξοπλισμένοι για να ζήσουμε, να επιβιώσουμε και να ευημερήσουμε στον κόσμο της ύστερης παγκοσμιοποίησης που αλλάζει με τρομακτική ταχύτητα και για αυτό δημιουργεί θανάσιμους κίνδυνος για τους βραδυπορούντες. Για να αλλάξει όλη αυτή η κατάσταση είναι προφανές ότι χρειαζόμαστε κάτι σαν μία ελληνική πολιτισμική επανάσταση.

Στον Πρόλογο του βιβλίου σας και, μάλιστα, στην πρώτη παράγραφο, καταγράφετε μια τραγική κατάσταση. Με ποιον τρόπο και γιατί ευελπιστείτε ότι η παρέμβασή σας μπορεί ν’ αλλάξει τα πράγματα;

Ο καθένας από τους δυο μας έχει τον δικό του τρόπο, δοθέντος ότι είμαστε και δύο διαφορετικά άτομα! Προφανώς, ο λόγος για τον οποίο κοινοποιεί κάποιος τις κοινωνικές, πολιτικές, ιδεολογικές ή αισθητικές του απόψεις είναι, αφ’ ενός μεν για να υποστηρίξει αυτά που πιστεύει μεταστρέφοντας την γνώμη των ετερόδοξων, αφ’ ετέρου δε για να συντονιστεί με τους ομόδοξούς του. Αγωνιζόμαστε, λοιπόν, με κάθε πρόσφορο μέσο που έχουμε στη διάθεσή μας ο καθένας από τους δυο μας για να αλλάξουν τα πράγματα, όπως λέτε. Βέβαια, το να ευελπιστείς είναι ακριβώς το αντίθετο από το να αισθάνεσαι απελπισία. Γεγονός, όμως, είναι ότι πολλές φορές αισθανόμαστε απελπισία όχι μόνο για αυτά που συμβαίνουν, αλλά και για όλα εκείνα που ενώ είναι απολύτως ψευδή, ανακριβή, λανθασμένα και συγκρουόμενα με τη λογική, ακυρωμένα από την εμπειρία και διαψευσμένα από την επιστημονική μεθοδολογία, παρ’ όλα αυτά εξακολουθούν να λέγονται, να ακούγονται και να αποτελούν πεποιθήσεις ενός μεγάλου τμήματος της κοινωνίας.

Διατυπώνεται από κάποιες πλευρές η άποψη ότι η κρίση έχει ξεπεραστεί ή ότι, έστω, η άρση της έχει ξεκινήσει. Η δική σας τοποθέτηση;

Μετά από δύο μνημόνια επιβεβλημένα από την πραγματικότητα και ένα τρίτο αχρείαστο και επιβεβλημένο από την παράνοια, πράγματι η οξυμένη μορφή της κρίσης έχει ξεπεραστεί με την έννοια ότι δεν κινδυνεύουμε άμεσα από χρεοκοπία, λιμό, λοιμό και εθνική καταστροφή –πράγματα στα οποία όντως βρεθήκαμε πολύ κοντά κατά τη διάρκεια της περιόδου 2010-2016. Όμως, η διαρθρωτική μακροχρόνια κρίση φυσικά και δεν έχει ξεπεραστεί. Ούτε, φυσικά, έπαψε να υπάρχει δημοσιονομικό πρόβλημα, όπως ανεύθυνα υποστηρίζεται από ορισμένους κύκλους της κυβέρνησης και του κυβερνώντος κόμματος, οι οποίοι επιλέγουν την καλλιέργεια του εφησυχασμού και της αμεριμνησίας γιατί –και αυτό φαίνεται καθαρά– το μόνο που τους ενδιαφέρει, παίρνοντας την σκυτάλη από τον ΣΥΡΙΖΑ και τους προηγουμένους αυτού, είναι να συνεχίσουν την καταστροφική ψηφοθηρική πολιτική των επιδομάτων.

Εκείνο, όμως, που έχει συμβεί και το οποίο είναι κρίσιμης σημασίας είναι ότι εμείς, ως σύνολο πολιτών που ζουν στην ελληνική κοινωνία, μετά την ανώμαλη προσγείωσή μας τα πρώτα χρόνια της κρίσης, τώρα έχουμε συμφιλιωθεί ψυχολογικά με την προϊούσα παρακμή και αρχίζουμε να τη θεωρούμε φυσιολογική κατάσταση. Αυτό, όμως, είναι το χειρότερο απ’ όλα και είναι αυτό το οποίο, κατά κύριο λόγο, θα πρέπει να σταματήσουμε και να αναστρέψουμε.

Ποιες είναι οι πολιτικές ευθύνες για την κρίση; Μπορείτε να τις επιμερίσετε συγκεκριμένα;

Ευθύνη για την κρίση έχουν και οι τρεις μεγάλες πολιτικές παρατάξεις που κυβέρνησαν αλλά και που δεν κυβέρνησαν την Ελλάδα από το 1974 και μετά, δηλαδή η δεξιά, το κέντρο και η αριστερά. Κατά καιρούς έχουμε προσπαθήσει να επιμερίσουμε και εμείς αυτή την ευθύνη απολύτως ακριβοδίκαια και με κάθε λεπτομέρεια. Για παράδειγμα, αναδείξαμε από το 2010, όταν κανείς δε μιλούσε για αυτό, τις τεράστιες ευθύνες της καταστροφικής διακυβέρνησης 2004-2009, που φόρτωσε τη χώρα με τα 120 δισ. ευρώ από τα 320 δισ. του συνολικού χρέους, οδηγώντας τη χώρα στο δημοσιονομικό εκτροχιασμό και στη χρεοκοπία.

Πλην, όμως, ίσως να είναι λάθος να επαναλαμβάνουμε αυτή την συζήτηση και ίσως, επίσης, το ερώτημα που θέτετε εσείς να είναι κάπως παραπειστικό. Διότι, παρά το γεγονός ότι υπάρχουν τεράστιες, εγκληματικές πολιτικές ευθύνες για την κρίση, το πρόβλημα βρίσκεται αλλού και είναι, δυστυχώς, βαθύτερο. Όλοι ανεξαιρέτως οι πολιτικοί που ευθύνονται για την κρίση και τη χρεοκοπία εξελέγησαν, έχοντας δείξει προηγουμένως τι ακριβώς σκόπευαν να κάνουν. Τις περισσότερες δε φορές επανεξελέγησαν, επειδή ακριβώς έκαναν τα όσα καταστροφικά έκαναν. Η ευθύνη, συνεπώς, προκύπτει από τις συνολικές επιλογές της ελληνικής κοινωνίας. Πρέπει να λέγεται αυτό, γιατί σε διαφορετική περίπτωση αναπαράγουμε το καταστροφικό για την ατομική και εθνική μας αυτογνωσία «αφήγημα» ότι για ό,τι τραβάμε ως χώρα και ως κοινωνία φταίνε πάντα «κάποιοι άλλοι».

Το κύριο, επομένως, είναι να αλλάξουμε τα συλλογικά μας κριτήρια με τα οποία αξιολογούμε και επιλέγουμε τους πολιτικούς μας εκπροσώπους, αντί να καταφεύγουμε στην εύκολη και βολική λύση απλά να κατηγορούμε τους πολιτικούς. Διότι, στην πραγματικότητα, αυτοί είναι και πρέπει να είναι εκτελεστές των εντολών των ψηφοφόρων τους. Να αναγνωρίσουμε ότι πολλοί από αυτούς εξελέγησαν στο παρελθόν ακριβώς διότι οι ψηφοφόροι τους και οι οπαδοί τους είχαν πλήρη και σαφή συνείδηση ότι επρόκειτο περί ατόμων ανεπαρκών επαγγελματικά και περιορισμένων δυνατοτήτων διανοητικά, πλην όμως, όντες ακριβώς για τους λόγους αυτούς περισσότερο ευάλωτοι σε πιέσεις για την παροχή προνομίων και προσόδων ή –αν το θέλετε με μία άλλη διατύπωση– για να «ικανοποιήσουν τα δίκαια αιτήματα και τις δίκαιες διεκδικήσεις», θεωρούνταν αυτοί και όχι άλλοι ως οι πλέον «κατάλληλοι». Και εψηφίζοντο.  Οι πολίτες, δυστυχώς, είναι εκείνοι που επέλεξαν τους σύγχρονους Ηρόστρατους, αντί να επιβραβεύουν τους σωστούς, ενάρετους πολιτικούς, άνδρες και γυναίκες. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη απόδειξη αυτού από την πολιτική κατάληξη των περισσοτέρων από εκείνους, τους λίγους, οι οποίοι προσπάθησαν να πουν την αλήθεια ή να διορθώσουν τα κακώς κείμενα:  εστάλησαν από τους ψηφοφόρους στα σπίτια τους, μετά πολλών επαίνων βεβαίως.

Γράφετε: «Δυστυχώς, ζούμε σε μια χώρα όπου η συλλογική συνείδηση έχει πάρει διαζύγιο από την πραγματικότητα». Εννοείτε ότι η ελληνική κοινωνία εθελοτυφλεί; Αιτιολόγηση;

Ρωτάτε κάτι στο οποίο η απάντηση είναι μάλλον προφανής. Όταν η ελληνική κοινωνία ψήφιζε «Όχι» στο ακατανόητο ερώτημα του δημοψηφίσματος το 2015 με ποσοστό 62% τι πίστευε; Προφανώς πίστευε ότι αν ψηφίσουμε με αυτό τον συγκεκριμένο τρόπο τότε οι Ευρωπαίοι θα μας χάριζαν όλο ή μεγάλο μέρος του χρέους και θα συνέχιζαν να μας χρηματοδοτούν αενάως ώστε να συνεχίζουμε να περνάμε όπως μας αξίζει και όπως δικαιούμασταν. Την συνέχεια τη γνωρίζουμε. Από αυτό το συγκεκριμένο παράδειγμα εσείς τι συμπέρασμα βγάζετε; Δεν πρόκειται περί καθαρής εθελοτυφλίας; Περί διαζυγίου από την πραγματικότητα; Ο λόγος που αυτό συμβαίνει, κατά την ταπεινή μας γνώμη, είναι ο εξής: με δεδομένο ότι, παρά τις προνεωτερικές αντιλήψεις της, η ελληνική κοινωνία κατάφερε να επιβιώσει και να αναπτυχθεί επί 200 χρόνια και, μάλιστα, με τρόπο που έχει και ηρωικά χαρακτηριστικά, πάρα πολλοί (περιλαμβανομένων και πολλών κοινωνικών επιστημόνων) θεωρούν ότι κάτι τέτοιο είναι δυνατόν να συνεχιστεί και για άλλα 200. Το σημείο, λοιπόν, που θέλουμε να τονίσουμε σε αυτό το βιβλίο είναι πως κάτι τέτοιο απλά δεν ισχύει πλέον. Ο κόσμος έχει αλλάξει με δραματικό τρόπο και αναλόγως πρέπει να αλλάξει  για να προσαρμοστεί σε αυτή την νέα πραγματικότητα και η ελληνική κοινωνία, διαφορετικά το ελληνικό έθνος κινδυνεύει. Απειλείται η ίδια η ύπαρξή του από σειρά κινδύνων που ξεκινούν από την δημογραφική κάμψη και την εθνολογική αλλοίωση και φτάνουν μέχρι τις ευθείες και γυμνές επιβουλές εναντίον της εθνικής του ανεξαρτησίας και της εδαφικής του ακεραιότητας.

Συνοπτικά, τι πρέπει να γίνει από δω και πέρα για ν’ αλλάξουν τα πράγματα, ώστε να κινηθεί η κατάσταση προς τη «δημιουργική Ελλάδα» όπως λέτε;

Αυτό που ρωτάτε θα μπορούσε να είναι ένα πλήρες κυβερνητικό πρόγραμμα. Παρά ταύτα, μπορεί κανείς να σκιαγραφήσει τις βασικές, απόλυτα αναγκαίες, αλλαγές. Όπως, άλλωστε, αναφέρονται σε μεγάλο βαθμό και στις σελίδες του βιβλίου, γιατί το βιβλίο δε μιλάει για γενικές αλήθειες αλλά προσπαθεί να απαντήσει συγκεκριμένα σε ερωτήματα που έχουν σχέση με την εφαρμοσμένη πολιτική και τις μεταρρυθμίσεις.

Πρώτον και βασικότερο: η Ελλάδα θα πρέπει να αναπτύξει μία δυναμική οικονομία με ισχυρή παραγωγική βάση. Κάτι το οποίο, σχεδόν από επιλογή ιστορικού προσανατολισμού, δεν είχε κάνει μέχρι σήμερα έχοντας δώσει προτεραιότητα στην –πολιτικά ευχερέστερη– διόγκωση και εδραίωση της φαυλοπαρασιτοκρατίας και του πελατειακού κράτους. (Η τελευταία ιστορική απόπειρα για οικονομικό εκσυγχρονισμό της χώρας έσβησε με την αποτυχία των Βενιζελικών στην δεκαετία του 1930). Σπεύδουμε εδώ να πούμε, πάντως, ότι ισχυρή παραγωγική βάση δε σημαίνει νέες υψικαμίνους και διαλυτήρια πλοίων, αλλά κυρίως συμμετοχή στις διαδικασίες της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης. Για να συμβεί κάτι τέτοιο, όμως, θα πρέπει να υπάρξει ένα κράτος το οποίο δε θα είναι σπάταλο και δε θα ευνοεί τον παρασιτισμό. Το οποίο θα έχει μειώσει τις δαπάνες, μειώνοντας τα προνόμια των «πελατών» με αποδοτικό τρόπο, χωρίς δηλαδή να ελαττώσει τις ουσιαστικές παροχές και υπηρεσίες προς τους πολίτες και περιορίζοντας, όχι αυξάνοντας, τη φορολογική επιβάρυνσή τους. Εκεί, βέβαια, θα πρέπει να γίνουν πολλά πράγματα τα οποία είναι αντίθετα με την επικρατούσα πολιτική ορθότητα της ημερών μας. Δηλαδή, για παράδειγμα,  οι συντάξεις δε θα πρέπει να είναι μία «προσφορά θυσίας» των εργαζομένων προς την τρίτη ηλικία, αλλά θα πρέπει να είναι ανταπόδοση των συνεισφορών των συνταξιούχων κατά την διάρκεια του όποιου εργασιακού τους βίου. Η επιβίωση της χώρας και η ευημερία των επερχόμενων γενεών θα πρέπει να λάβουν προτεραιότητα έναντι των προνομίων της γενιάς εκείνης που μας οδήγησε στην κρίση. Διότι, όσο και αν αυτό δε μας αρέσει, έχουμε να αντιμετωπίσουμε τεράστιο διεθνή ανταγωνισμό στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας και κινδυνεύουμε οι ανταγωνιστές μας να μας αφήσουν πολύ πίσω σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα.

Θα πρέπει, ταυτοχρόνως, να αναπτύξουμε ένα σύστημα Εθνικής Άμυνας στο οποίο θα συμμετέχουν όλοι οι πολίτες, ο καθένας με τον τρόπο του και ανάλογα με τις δυνατότητες του. Και να αλλάξει η αντίληψη που έχουμε για την ασφάλεια στο εσωτερικό της χώρας. Θα πρέπει, δηλαδή, να καταστεί σαφές και να αποτελέσει δόγμα της εθνικής πολιτικής ότι η εσωτερική ασφάλεια των πολιτών είναι μέρος της Εθνικής Άμυνας της χώρας.

Η Παιδεία θα πρέπει να αναδιαρθρωθεί εκ βάθρων και να έχει σκοπό αφ’ ενός μεν να δημιουργεί στελέχη για την οικονομία –τα οποία σήμερα δεν μπορεί να δημιουργήσει και για αυτό, εν μέσω εκτεταμένης ανεργίας, υπάρχουν ελλείψεις σε βασικές δεξιότητες και ειδικότητες– αφ’ ετέρου δε να προσφέρει μία νέα πολιτισμική εκπαίδευση στηριγμένη στις ανθρωπιστικές και δημοκρατικές αξίες, στην αισθητική αγωγή αλλά και στην εγκυκλοπαιδική μόρφωση, ώστε να διαπλαστούν Έλληνες με ολοκληρωμένες δημοκρατικές προσωπικότητες, εθνικό φρόνημα, αγάπη για την ιστορία τους και την πατρίδα τους, αυτοπεποίθηση και αισιοδοξία για το μέλλον.

Αρχική δημοσίευση: Athens Voice

Σχετικές αναρτήσεις

Απαντήστε

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.