Οι λόγοι που οδήγησαν στην ελεγχόμενη χρεοκοπία του 2010 –ελεγχόμενη, γιατί κάποιοι ήταν πρόθυμοι να μας δανείσουν– ήταν κατ’ εξοχήν εσωτερικοί, όχι εξωτερικοί. Για πολλά χρόνια ξοδεύαμε περισσότερα απ’ όσα παρήγαμε, καλύπτοντας τη διαφορά με δανεισμό. Και είναι παραπλανητικό, είναι υπεκφυγή, να λέμε ότι η κρίση χρεοκοπίας οφείλεται στη διεθνή κρίση. Ότι μας «πήρε η μπάλα της διεθνούς κρίσης», όπως λένε κάποιοι συνάδελφοί μου. Η διεθνής κρίση δυσκόλεψε την επίλυση του προβλήματος, δεν το δημιούργησε.
(…)
Η ελληνική παλιγγενεσία, την επέτειο της οποίας γιορτάσαμε χτες, έλυσε το ζήτημα της δημιουργίας κράτους. Δεν έλυσε -και μέχρι σήμερα δεν έχει λυθεί- το εσωτερικό πρόβλημα της χώρας. Η χρεοκοπία είναι η ακραία έκφραση του ανεπίλυτου εσωτερικού προβλήματος της χώρας.
(…)
Πρέπει ως κοινωνία να φύγουμε από την λογική των «εύκολων λύσεων» που καλλιέργησε η ανευθυνότητα του πολιτικού προσωπικού και η αδυναμία του να πει την αλήθεια. Ακόμη και σήμερα δεν λέει την αλήθεια. Το 2010 η αφήγηση ήταν ότι η κρίση ήταν τάχα κρίση ρευστότητας που θα επελύετο σε ένα χρόνο. Μετά ακολούθησαν τα Ζάππεια με τη μαγική συνταγή που δεν καταλάβαμε ποτέ ποια ήταν, μετά ο Σώρρας με τα εκατοντάδες δισεκατομμύρια που ήταν κάπου κρυμμένα, μετά η κατάργηση των Μνημονίων με ένα νόμο και ένα άρθρο και τώρα η λύση της δραχμής. Όλα ήταν και είναι παραλλαγές της ίδιας προσέγγισης: αυτής των εύκολων λύσεων. Που αποφεύγει να δει το εσωτερικό πρόβλημα της χώρας. Που ψάχνει να βρει τη λύση εκτός της χώρας, στη Μέρκελ, τη Λαγκάρντ, τον Σουλτς. Όμως, η αλήθεια και η ουσία είναι ότι το κλειδί της λύσης το κρατάμε εμείς, κανείς άλλος.
(…)
Για να λύσουμε το πρόβλημα πρέπει πρώτα να το κατανοήσουμε. Κατ’ αρχάς το πρόβλημα δεν είναι εύκολο. Θα ιδρώσουμε και θα ματώσουμε για να «γυρίσει» η χώρα. Απαιτείται ψυχική δύναμη, πνευματική ρώμη και «εθνικόν το αληθές». Η δυσκολία επίλυσης αφορά στο ότι το πρόβλημα δεν είναι κυρίως δημοσιονομικό, αλλά παραγωγικό. Γι αυτό, συχνά λέω πως δίπλα από το όμορφο και επίκαιρο, λόγω των ημερών, εθνικό μας μότο «Ελευθερία ή Θάνατος» πρέπει να προσθέσουμε σήμερα το «Παραγωγή ή Θάνατος». Γιατί σε περιόδους φουρτούνας, όπως αυτή που περνάμε σήμερα, απαιτείται να υπάρχει κατεύθυνση στη βάση της οποίας θα πρέπει να αξιολογούνται διάφορα μέτρα πολιτικής. Και η κατεύθυνση είναι μία: αυτή της παραγωγικής ανόρθωσης της χώρας. Εξυπηρετεί, για παράδειγμα, η υπερφορολόγηση προς την κατεύθυνση αυτή; Είναι ορθό το να εξυπηρετούμε την πληρωμή των τόκων –που πρέπει να τους πληρώνουμε με ίδια μέσα, αντί να δανειζόμαστε αυξάνοντας έτι περαιτέρω το χρέος– μέσα από αύξηση των φόρων ή μέσα από περικοπές των δαπανών; Είναι ορθό να προσπαθούμε να υποστηρίξουμε δαπάνες που είναι οικονομικά αδύνατο να υποστηριχτούν;
(…)
Το «πελατειακό κράτος» συνιστά τον κύριο παράγοντα και φορέα οικονομικής, κοινωνικής, πνευματικής, ακόμη και ανθρωπολογικής παρακμής της χώρας. Οι εξαλλοσύνες του οδήγησαν στη χρεοκοπία. Δεν υπάρχει περίπτωση να βγούμε απ’ αυτή τη κρίση και να κάνουμε την πατρίδα μας μια φυσιολογική χώρα αν δεν ενστερνιστούμε και δεν αναγράψουμε στις σημαίες μας το «κάτω το πελατειακό κράτος». Ο βασικός λόγος που δεν έχουμε ακόμη βγει από την κρίση είναι γιατί από την αρχή αλλά ακόμη και τώρα, μεσούσης της κρίσης, κύριο μέλημα των κομμάτων υπήρξε και παραμέμει η διαφύλαξη των στρατών τους στο δημόσιο και, κυρίως, τις ΔΕΚΟ. Αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις που αυτό είχε και έχει στην υπόλοιπη κοινωνία, τους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα, που θεωρούνται παιδιά ενός κατώτερου θεού. Ή για τους 500.000 νέους και νέες μας, νέους και νέες υψηλών προσόντων, που τους οδήγησε να φύγουν από τη χώρα. Φυσικά, η απέλπιδα προσπάθεια διατήρησης των πελατειακών μηχανισμών οδήγησε σε χειρότερες καταστάσεις για όλους. Δείτε την περίπτωση της ενέργειας. Η άρνηση να ιδιωτικοποιηθούν τμήματα της παραγωγής, οδηγεί τώρα στην ανεπίτρεπτη για σοβαρό κράτος ιδιωτικοποίηση των δικτύων. Και στη χρεοκοπία της ΔΕΗ.
(…)
Ο οριστικός εκτροχιασμός της χώρας πραγματοποιήθηκε την περίοδο 2004-2009 κυρίως δε την περίοδο 2006-2009, με όχημα τις εξαλλοσύνες του πελατειακού κράτους. Πελατειακό κράτος ασφαλώς υπήρξε και πριν. Αλλά στην περίοδο που αναφέρομαι έφτασε σε επίπεδα παράκρουσης. Τα στοιχεία είναι αποκαλυπτικά. Από την είσοδο στο ευρώ μέχρι την χρεοκοπία, δηλαδή την περίοδο 2002-2009, η χώρα δανείστηκε περί τα 140 δις ευρώ για να καλύψει τα ελλείμματα των προϋπολογισμών της. Τεράστιο ποσό, αν κανείς σκεφτεί ότι το συνολικό χρέος τής χώρας σήμερα είναι 320 δις. Απ’ αυτά τα 140 δις, τα 120 δις αφορούσαν στην περίοδο 2004-2009, εκ των οποίων τα 90 δις αφορούσαν την περίοδο 2006-2009, εκ των οποίων, πάλι, τα 36 δις αφορούσαν μόνο το 2009! Σημειώνω ότι από αυτά τα 36 δις δανεισμού το 2009, τα 12 δις πήγαν στην αποπληρωμή τοκοχρεολυσίων και τα υπόλοιπα σε μισθούς και συντάξεις. Και όμως, το ΑΕΠ οπισθοχώρησε. Γιατί; Γιατί κατευθύνθηκαν σε εισαγωγές ξένων προϊόντων. Γι αυτό όσοι υποστηρίζουν πολιτικές «τόνωσης της ενεργού ζήτησης», επικαλούμενοι τον Κέυνς δεν καταλαβαίνουν ούτε τον Κέυνς ούτε τη χώρα τους. Το πρόβλημα της χώρας εντοπίζεται στην πλευρά της προσφοράς, όχι της ζήτησης. Εξ ου και το «Παραγωγή ή Θάνατος».
(…)
Την περίοδο του ευρώ στο μόνο που συγκλίναμε με τους εταίρους, δυστυχώς, ήταν τα χαμηλά επιτόκια. Και η χώρα «εκμεταλλευόμενη» την ευκαιρία δανείστηκε σαν παλαβή. Όχι για παραγωγικούς σκοπούς, αλλά για να υποστηρίξει μια παρανοϊκή κατανάλωση. Αυτό οδήγησε όχι μόνο σε δραματική δημοσιονομική ανισορροπία αλλά και στην οριστική αποδιάρθρωση του παραγωγικού ιστού της χώρας. Γιατί; Γιατί ο εύκολος και άφθονος δανεισμός και η καλπάζουσα κατανάλωση που δημιούργησε οδήγησε σε διαφορικό πληθωρισμό, μεγαλύτερο στη χώρα μας απ’ ό,τι στην ευρωζώνη. Αυτό ενίσχυε τις εισαγωγές και χτυπούσε τις εξαγωγές –ήταν επικερδέστερο να εισάγεις και να πουλάς παρά να παράγεις εγχωρίως και να εξάγεις. Ήρθαν και οι αυξήσεις των ονομαστικών μισθών, με σκοπό να προστατεύσουν τα πραγματικά εισοδήματα, και οι εξαγωγές κατέρρευσαν αφού πια το κόστος παραγωγής είχε φτάσει στα ύψη. Αλλά χωρίς εξαγωγές, δεν μπορεί να υπάρξει ανάπτυξη. Δεν φταίει το ευρώ, το νόμισμα, γι αυτήν την καταστροφή. Φταίει η διαχείριση που έγινε της παρουσίας μας στο ενιαίο νόμισμα.
(…)
Κάνουμε ένα μεγάλο κακούργημα. Να το πούμε έτσι και να αφήσουμε την υποκρισία που διακατέχει την κοινωνία μας μεταπολιτευτικά. Η μεταπολίτευση υπήρξε η πιο υποκριτική περίοδος του σύγχρονου ελληνικού κράτους. Μιλάμε συνέχεια για τους νέους μας. Ποιους νέους μας; Για να διατηρήσουμε εμείς, οι μεγαλύτεροι, ένα επίπεδο κατανάλωσης που δεν είναι διατηρήσιμο, φεσώνουμε τους νέους με χρέη και εισφορές –αυτό κάνουμε. Θεωρείται, για παράδειγμα, αποδεκτό να λέμε ότι μια σύνταξη των 800 και 700 ευρώ είναι χαμηλή όταν ο μισθός είναι 500 ευρώ και θεωρείται αποδεκτό να δίνουμε έναν μποναμά 615 εκατομμυρίων ευρώ σε συνταξιούχους με δανεικά που θα πρέπει να πληρώσουν αύριο οι σημερινοί νέοι μας. Τρώμε τις σάρκες των παιδιών μας. Και αυτό είναι απάνθρωπο.
(…)
Μεταρρύθμιση δεν είναι να ψηφίζεις νόμους. Αυτό είναι το εύκολο. Το δύσκολο είναι, με γνώση τού πού θέλεις να πας, να υλοποιήσεις μια μεταρρύθμιση, διευκρινίζοντάς την, εξειδικεύοντάς την και προσαρμόζοντάς την στην κοινωνία. Έχουν ψηφιστεί πολλές μεταρρυθμίσεις που δεν έχουν υλοποιηθεί ή που έγιναν προς τη λάθος κατεύθυνση. Στην τελευταία περίπτωση ανήκει η μεταρρύθμιση στην ενέργεια, με αποτέλεσμα η ΔΕΗ να βρίσκεται στα πρόθυρα της πτώχευσης. Γιατί, με σκοπό να αποφύγουν να ιδιωτικοποιήσουν τμήματα της παραγωγής αλλά να δείξουν, ταυτόχρονα, ότι «ανοίγουν» την αγορά ενέργειας, προτίμησαν να δώσουν το μισό πελατολόγιο αλλού. Έτσι η ΔΕΗ έμεινε με τα ίδια έξοδα αλλά με τα μισά έσοδα, οδηγούμενη μαθηματικά στη χρεοκοπία.
(…)
Η συζήτηση περί δραχμής εντάσσεται στη λογική της εύκολης λύσης. Ο απλούστερος τρόπος για να καταλάβει κανείς γιατί η δραχμή δεν είναι η λύση είναι ο εξής. Η δραχμή για μια οικονομία είναι ό,τι οι μετοχές για μιαν εταιρεία. Σκεφτείτε μια εταιρία με αρνητική καθαρή θέση, δηλαδή μεγαλύτερο παθητικό από ενεργητικό. Αν η εταιρεία αυτή επιχειρήσει να εκδώσει μετοχές για να χρηματοδοτήσει τη λειτουργία της και να λύσει το πρόβλημά της δεν θα τις αγοράσει κανείς. Το νόμισμα συναρτάται με την «αξία της χώρας» όπως και οι μετοχές με την «αξία της επιχείρησης». Αν η χώρα παρήγαγε και ήταν οικονομικά ισχυρή θα μπορούσε να σκεφτεί την περίπτωση εθνικού νομίσματος. Αυτή τη στιγμή, μια τέτοια σκέψη συνιστά μια ψευδαίσθηση, μια εύκολη λύση που δεν είναι λύση. Το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε δεν είναι νομισματικό, αλλά παραγωγικό.
Δείτε χαρακτηριστικό στιγμιότυπο της συνέντευξης πατώντας εδώ
Δείτε εκτεταμένα αποσπάσματα της συνέντευξης πατώντας εδώ
Δείτε ολόκληρη τη συνέντευξη πατώντας εδώ