Στην Ελλάδα, οι εκλογικοί κύκλοι παρέρχονται αλλά τα θεμελιώδη ζητήματα μένουν. Τόσο πριν, όσο και μετά την 25η Μαΐου 2014, η χώρα και οι πολίτες, η κοινωνία και η οικονομία συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα. Θα σταματήσει να συρρικνώνεται το προϊόν και το εισόδημα της χώρας, το οποίο από το 2008 μειώθηκε κατά 51 δισ. ευρώ, δηλαδή κατά 22%, ενώ ακόμη και στην διάρκεια του 2013 μειώθηκε κατά 12 δισ. ευρώ, δηλαδή κατά 33 εκατομμύρια κάθε ημέρα; Θα σταματήσει η απώλεια θέσεων εργασίας, που από το 2008 έφθασε το 22% και σε απόλυτους αριθμούς ξεπέρασε το 1 εκατομμύριο, δηλαδή απώλεια 500 θέσεων εργασίας ανά ημέρα και 21 θέσεων εργασίας ανά ώρα;
Το θετικό σενάριο για την Ελλάδα θα ήταν η απώλεια προϊόντος και εισοδήματος να σταματούσε στην διάρκεια και προς το τέλος του 2014. Με σημαντική χρονική υστέρηση, να ακολουθούσε η απώλεια θέσεων εργασίας και η ανεργία. Η εξάλειψη των δύο ελλειμμάτων, στο δημοσιονομικό και στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, παρά τον προβληματικό τρόπο με τον οποίο πραγματοποιήθηκαν, ορίζει, ενδεχομένως, μια περιοχή προσωρινής ισορροπίας η οποία, ωστόσο, συνδέεται με ΑΕΠ περί τα 180 δισ. και ανεργία περί το 27%. Εάν η Ελλάδα δεν σταματήσει σε αυτά, θα συνεχίσει να «συγκλίνει» στο ΑΕΠ της μισής σε έκταση και πληθυσμό Ιρλανδίας. Η οποία, αν και επίσης αντιμετώπισε χρεοκοπία και τρόικα ΕΕ-ΕΚΤ-ΔΝΤ, παρόλα αυτά είχε και έχει κατώτατο μισθό στα 1462 ευρώ, γιατί είχε και έχει παραγωγή και τριπλάσιες σε αξία εξαγωγές από την Ελλάδα.
Δεν είναι εξασφαλισμένο ότι η Ελλάδα θα σταματήσει στα 180 δισ. ευρώ ΑΕΠ, σε 27,5% ανεργία και ότι από εκεί θα αρχίσει η σταθεροποίηση και η ανασυγκρότησή της. Αιτία είναι το ότι η πρωτοφανής δημοσιονομική προσαρμογή του 2010-2013, η οποία θα περάσει στην διεθνή βιβλιογραφία για το μέγεθός της, συνδέεται με μια δομή, αφενός της φορολογίας, αφετέρου της περικοπής δαπανών, οι οποίες δεν διευκολύνουν την σταθεροποίηση και την ανασυγκρότηση του εγχώριου τομέα παραγωγής «διεθνώς εμπορευσίμων» προϊόντων και υπηρεσιών.
Είναι θετικό ότι, πλέον, και σε επίσημα κείμενα (π.χ. της Τραπέζης της Ελλάδος) εμφανίστηκαν και χρησιμοποιούνται οι για χρόνια ξεχασμένες ή αγνοούμενες, αλλά πάντα θεμελιώδεις, έννοιες και διακρίσεις για την σημασία τού τομέα των «διεθνώς εμπορευσίμων» προϊόντων και υπηρεσιών. Η πηγή της τρέχουσας ελληνικής «κρίσης» και της απώλειας του 1/5 του ΑΕΠ και των θέσεων εργασίας στην χώρα βρίσκεται στη διαρθρωτική κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας (βλ. «Η “διαρθρωτική κατάρρευση” της ελληνικής οικονομίας», Foreign Affairs, The Hellenic Edition, Τεύχος 15), κυρίως λόγω της μεγάλης συρρίκνωσης του εγχώριου τομέα των διεθνώς εμπορευσίμων από 25% του ΑΕΠ το 2000 στο 20% το 2009 (βλ. «Θύμα Λιτότητας η Ελλάδα ή “Ολλανδικής Ασθένειας;”» Foreign Affairs, The Hellenic Edition, Τεύχος 18), το μικρότερο ποσοστό και τότε και τώρα μεταξύ των χωρών τής ευρωζώνης.
Είναι θετικό ότι η ανάγκη της στροφής στην παραγωγή και την εξωστρέφεια, στην παραγωγική ανασυγκρότηση, ακούγονται όλο και συχνότερα, ένθεν κακείθεν. Όμως, αυτό δεν συνοδεύεται από συνεκτικές επιλογές πολιτικής που να στηρίζουν την εγχώρια παραγωγή «διεθνώς εμπορευσίμων». Χαρακτηριστικό παράδειγμα, οι προτεραιότητες στην εξόφληση χρεών του δημοσίου, ή ο τρόπος που επιχειρείται να κατανεμηθεί το ΕΣΠΑ 2014-2020, ή η συνεχής στοίχιση, ένθεν κακείθεν, με τα συμφέροντα του προστατευμένου ιδιωτικοδημόσιου τομέα.
Θα έπρεπε να προβληματίζει ότι η αξία των εξαγωγών μας το 2013 ήταν στο ίδιο ύψος με του 2008, πριν από την κατάρρευση. Πάλι καλά που διατηρούνται σε αυτό το επίπεδο. Ότι η βελτίωση στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών προήλθε μόνο από τη μεγάλη μείωση των εισαγωγών, την αύξηση των μεταβιβαστικών πληρωμών και την αύξηση των ταξιδιωτικών εισπράξεων. Αυτό δεν συνέβη στην Ιρλανδία, την Ισπανία ή, ακόμη, και την Πορτογαλία, όπου οι εξαγωγές αυξήθηκαν. Αυτές της Πορτογαλίας, που στο παρελθόν ήταν συγκρίσιμες των ελληνικών, τώρα είναι υπερδιπλάσιες, υψηλότερες κατά 20 δισ. ευρώ, αξία άνω του 10% του ΑΕΠ της Ελλάδας.
Θα πρέπει, επίσης, να προβληματίζει σοβαρά ότι από τα περίπου 1 τρισ. δολάρια άμεσων ξένων επενδύσεων που διατέθηκαν ανά τον κόσμο το 2013, το μερίδιο της χώρας μας ήταν μηδενικό, όταν η Ιρλανδία εξασφάλιζε 46 δισ. δολάρια και η Ισπανία 37 δισ. δολάρια. Το θεμελιώδες πρόβλημα της χώρας, δηλαδή η κατάρρευση του παραγωγικού της ιστού, το οποίο βρίσκεται «από κάτω» από το υπαρκτό δημοσιονομικό της πρόβλημα, απουσιάζει από το δημόσιο διάλογο, αποσιωπάται ή, στην καλύτερη περίπτωση, συζητείται περιφερειακά. Είναι, όμως, το κεντρικό θέμα τής οικονομικής μας πολιτικής, γιατί δημοσιονομική προσαρμογή χωρίς παραγωγική αναγέννηση, παραπέμπει στον Σίσυφο.
Θεμελιακές πλευρές της αναπόφευκτης ελληνικής προσαρμογής, όπως η «εσωτερική υποτίμηση», παραμένουν μονομερείς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, οι αυτοαπασχολούμενοι και μικροί επιχειρηματίες διαφόρων ασφαλιστικών ταμείων (ΟΑΕΕ, ΤΣΜΕΔΕ και άλλων) που, υπό το βάρος ασφαλιστικών εισφορών υπολογισμένων επί ασφαλιστικών κατηγοριών καθορισμένων προ χρεοκοπίας, εξωθούνται σε καταστάσεις κοινωνικού αποκλεισμού, εκτός ασφαλιστικού συστήματος και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, συσσωρεύοντας πρόστιμα και χρέη προς το δημόσιο και επιδεινώνοντας το αξιόχρεό τους προς τις τράπεζες.
Τα μεγέθη της ανεργίας, της ανασφάλιστης-αδήλωτης εργασίας και της μη πρόσβασης σε υπηρεσίες υγείας και πρόνοιας αποτελούν ωρολογιακή βόμβα για την κοινωνική συνοχή στην Ελλάδα, με το κατακερματισμένο και αναποτελεσματικό «κοινωνικό κράτος» να συνεχίζει να λειτουργεί περισσότερο στην παραδοσιακή «απομυζητική» λογική του και όχι σε «ενσωματωτική» λογική (βλ. «Η Παθογένεια της Ελληνικής Οικονομίας», Διεθνής και Ευρωπαϊκή Πολιτική, Ιούλιος-Οκτώβριος 2013).
Υπό αυτές τις συνθήκες, για την σταθεροποίηση, την ανασυγκρότηση και την κοινωνική συνοχή η οικονομία και η κοινωνία χρειάζονται έναν ευρύτερο ορίζοντα από αυτόν των επόμενων εκλογών και, θα λέγαμε, των όποιων εκλογών και εκλογικών κύκλων.