Ποια Ανάπτυξη;

Κυρίες και Κύριοι,

Κατ’ αρχάς θέλω να ευχαριστήσω τους διοργανωτές, τον Πρύτανη τού ΑΠΘ και τα μέλη τής Οργανωτικής Επιτροπής για την πρόσκληση. Είναι πράγματι μεγάλη η χαρά και η τιμή που αισθάνομαι ευρισκόμενος σήμερα μαζί σας.

Στις συνθήκες της πολύμορφης κρίσης πρωτοφανούς έντασης και βάθους που διέρχεται η πατρίδα μας, μιας κρίσης που δεν είναι μόνο οικονομική, αλλά και θεσμική και αξιακή, ο τίτλος του Συμποσίου –Ποια Ελλάδα;– αλλά και του υπότιτλου –Ποια Ανάπτυξη;– προσλαμβάνουν έναν οραματικό και προγραμματικό χαρακτήρα. Αναπόδραστα, επομένως, και έναν απολογιστικό χαρακτήρα. Οφείλουμε να ερμηνεύσουμε γιατί φτάσαμε εδώ, να κλείσουμε λογαριασμούς με το χτες για να σχεδιάσουμε το αύριο.

Γιατί πρώτο βήμα στην προσπάθεια αναπτυξιακής εξυγίανσης, ιδιαίτερα μάλιστα όταν σε απειλεί ένας θανάσιμος κίνδυνος, όπως απειλεί τη χώρα μας σήμερα, είναι η ορθή και ακριβής αντίληψη της κατάστασης, χωρίς ψεύδη, δημαγωγίες, ευχολόγια και στρουθοκαμηλισμούς. Για να υπάρξει η σωστή λύση, η έξοδος, πρέπει πρώτα να οριστεί το πρόβλημα με ειλικρίνεια. Στην αντίθετη περίπτωση, αν, παρασυρμένος από τον φόβο ή τις εμμονές σου, αντιλαμβάνεσαι λανθασμένα την απειλή και συμπεριφέρεσαι απέναντί της ανορθολογικά, τότε γίνεσαι ο χειρότερος εχθρός του εαυτού σου, με αποτελέσματα αυτοκαταστροφικά.

Η βασική μου θέση για την κρίση είναι ότι έχει πρωτίστως εγχώριες και όχι διεθνείς αιτίες, ότι είναι αυτοτελής και ενδογενής. Θα εκδηλωνόταν ούτως ή άλλως, ανεξαρτήτως της ευρωπαϊκής ή διεθνούς κρίσης, αν και η διαχείρισή της θα ήταν ασφαλώς ευκολότερη χωρίς αυτές. Θεμελιώνω τον ισχυρισμό μου στα δύο πρώτα σημεία παρακάτω. Στο τρίτο προτείνω την κατεύθυνση που πρέπει να ακολουθήσουμε. Ολοκληρώνω με ένα γενικό σχόλιο.

Το πρώτο σημείο είναι η απάντηση σε ένα ερώτημα: Η συνεχής αύξηση του ΑΕΠ, ιδιαίτερα την δεκαετία της ΟΝΕ, συνιστούσε «ανάπτυξη»; Η απάντηση είναι πως δεν συνιστούσε «ανάπτυξη», ούτε σύγκλιση με την Ευρώπη, αλλά «παραίσθηση ανάπτυξης» και απόκλιση από την Ευρώπη.

Να το εξηγήσω. Μεταξύ του 2003 και του 2010 το ΑΕΠ αυξήθηκε εντυπωσιακά κατά 30% από 172 δις σε 230 δισ. Όμως, ταυτόχρονα, το δημόσιο χρέος αυξήθηκε κατά 90% από 168 δις. σε 326 δισ., δηλαδή από 96% σε 140% του ΑΕΠ. Με άλλα λόγια, για κάθε 1 ευρώ αύξησης του κατά κεφαλή εισοδήματος, δανειζόμασταν 3!

Μήπως τα δανεικά χρησιμοποιήθηκαν για παραγωγικές επενδύσεις; Όχι, χρησιμοποιήθηκαν για να χρηματοδοτήσουν μια ανεξέλεγκτη, θα έλεγα παρανοϊκή, κατανάλωση. Τη δεκαετία 2000-2010, ο μέσος όρος της ιδιωτικής κατανάλωσης στην ευρωζώνη, της Ελλάδας εξαιρουμένης, ήταν στο 56% του ΑΕΠ. Στη χώρα μας ήταν στο 75%. Με βάση την κατανάλωση, η Ελλάδα εμφανιζόταν σαν μια από τις 5 πλουσιότερες οικονομίες της Ευρώπης. Αποτέλεσμα, ήταν η δημιουργία του μεγαλύτερου εμπορικού ελλείμματος στην ευρωζώνη, το οποίο καλυπτόταν από δανεισμό, κυρίως μέσω του δημοσίου, ο οποίος δανεισμός με τη σειρά του δημιουργούσε ένα ανεξέλεγκτο χρέος.

Ταυτόχρονα, το κράτος με σκοπό την κοινωνική και πολιτική νομιμοποίηση αυτής της άφρονος και άκρως τυχοδιωκτικής πολιτικής αλλά και, ταυτόχρονα, για να συγκαλύψει το γεγονός ότι η οικονομία δεν μπορούσε, υπό τις συνθήκες που επικρατούσαν, να δημιουργήσει θέσεις εργασίας –όπως θα εξηγήσω αργότερα– προχωρούσε σε προσλήψεις δεκάδων χιλιάδων δημοσίων υπαλλήλων, τις περισσότερες φορές χωρίς πραγματικό αντικείμενο εργασίας και συνήθως εκτός διαδικασιών ΑΣΕΠ, με σημειώματα πολιτευτών του στυλ «βάλε τον κάπου κάτι να κάνει –είναι καλό παιδί». Βοηθούσε αυτό, βεβαίως, και στην ενδυνάμωση των κομματικών στρατών. Αυτό ήταν το πλαίσιο της αναπτυξιακής και κοινωνικής πολιτικής τής περιόδου τής ΟΝΕ.

Το αναπόδραστο συμπέρασμα είναι ότι η δυναμική που είχε προσλάβει το δημόσιο χρέος με όλα αυτά, αρκεί από μόνη της για να καταδείξει ότι ακόμη και εάν δεν είχε επισυμβεί η διεθνής κρίση, η Ελλάδα θα βρισκόταν σε βαθιά περιδίνηση.

Δυστυχώς, όμως –και αυτό είναι το δεύτερο σημείο –τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα. Αντιμετωπίζουμε μια πολύ σοβαρότερη κατάσταση από μια τυπική ύφεση, ή από μια ύφεση που προκλήθηκε από ανισορροπίες στο χρηματοοικονομικό σύστημα, όπως για παράδειγμα στην Ιρλανδία. Αντιμετωπίζουμε τη διαρθρωτική κατάρρευση του παραγωγικού μας ιστού, κυριότερα του κρίσιμου τομέα των «διεθνώς εμπορευσίμων», με την ταυτόχρονη γιγάντωση του παρασιτισμού.

Τι συνέβη; Ο χωρίς όρια δανεισμός της χώρας, τόσο μέσω του δημοσίου όσο και μέσω του τραπεζικού τομέα, δημιούργησε μια έντονη υπερθέρμανση οδηγώντας σε αύξηση των ονομαστικών τιμών στην Ελλάδα πάνω από το μέσο πληθωρισμό τής ευρωζώνης, με αποτέλεσμα, λόγω του ενιαίου νομίσματος, να δημιουργούνται υψηλότερα περιθώρια κέρδους στον προστατευμένο τομέα των «διεθνώς μη εμπορευσίμων» (κράτος, οικοδομή, εμπόριο και λοιπές υπηρεσίες), και να μειώνονται τα περιθώρια κέρδους του μη προστατευμένου παραγωγικού τομέα των «διεθνώς εμπορευσίμων». Ήταν προτιμότερο να εισάγεις παρά να παράγεις εγχωρίως. Ταυτόχρονα, η άνοδος των μισθών, ανεξαρτήτως επιπέδου παραγωγικότητας, απλά και μόνο για να «συλλάβει» τον πληθωρισμό και να εξασφαλίσει το εισόδημα των εργαζομένων, οδήγησε σε περαιτέρω διάβρωση της ανταγωνιστικότητας του κρίσιμου τομέα των «διεθνώς εμπορευσίμων», κατ’ ουσία στην κατάρρευσή του. Είναι αυτή η αποδιάρθρωση του παραγωγικού ιστού τής χώρας που βρίσκεται πίσω από τα τεράστια ελλείμματα του εμπορικού ισοζυγίου και του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, κατά μέσο όρο 10% του ΑΕΠ καθ’ όλη τη δεκαετία της ΟΝΕ, που έφτασε, μάλιστα, στο απίστευτο 15% του ΑΕΠ το 2008.

Η σχέση μεταξύ των «διεθνώς εμπορευσίμων» και των «διεθνώς μη εμπορευσίμων» είναι κρίσιμη και βρίσκεται στην καρδιά του οικονομικού μας προβλήματος. Στα «διεθνώς εμπορεύσιμα» ενσωματώνεται η δυνατότητα ή όχι μιας ενδογενούς ανάπτυξης μιας οικονομίας. Γιατί πολύ απλά ανάπτυξη είναι τι, πώς και πόσο παράγεις. Είναι η διαδικασία με την οποία, αξιοποιώντας το ανθρώπινο και φυσικό κεφάλαιο, τη συσσωρευμένη γνώση, τους θεσμούς και το ρυθμιστικό σύστημα παράγεις και εξάγεις περισσότερο σύνθετα, πλούσια σε προστιθέμενη αξία προϊόντα που προάγουν την κοινωνική ευημερία, χωρίς να εξαντλούν το περιβάλλον. Και όλα αυτά είναι μετρήσιμα.

Πιο συγκεκριμένα, το 2000 όταν η χώρα εισήρχετο στην ευρωζώνη ο τομέας των «διεθνώς εμπορευσίμων» αντιστοιχούσε στο 25% του ΑΕΠ, το χαμηλότερο ποσοστό μεταξύ των 15 τότε μελών τής ΕΕ. Το 2009, όταν είχε ξεκινήσει η κατάρρευση, είχε περιοριστεί στο 20,5%. Εάν, ειδικότερα, εστιασθούμε στα «διεθνώς εμπορεύσιμα» με τη σημαντικότερη συμβολή στην ενδογενή ανάπτυξη, καθώς απαιτούν από τη φύση τους διαρκείς βελτιώσεις της παραγωγικότητας αν πρόκειται να είναι ανταγωνιστικά, όπως είναι τα προϊόντα τού μεταποιητικού κλάδου, και οι κλάδοι που σχετίζονται με την πληροφορική και τις υπηρεσίες «τεχνολογικής αιχμής», τότε παρατηρούμε ότι από ένα ποσοστό 16% του ΑΕΠ το 2000 αντιπροσώπευαν μόλις το 11,5% το 2009. Όλες οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές οικονομίες ανάλογου μεγέθους με την δική μας παρουσιάζουν πολύ υψηλότερα ποσοστά τέτοιων αγαθών και υπηρεσιών στο δικό τους ΑΕΠ. Επιπλέον, εάν κανείς εστιάσει σε ποιοτικά κριτήρια, όπως το είδος της χρησιμοποιούμενης τεχνολογίας και την προστιθέμενη αξία των προϊόντων, τότε, σύμφωνα με διεθνείς πίνακες, η Ελλάδα της «ανάπτυξης» και «σύγκλισης» βρισκόταν την περίοδο 2001-2007 στην ίδια «παρέα», ανταγωνιζόταν στο «ίδιο καλάθι» προϊόντων, με τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, παρά με τους Ευρωπαίους εταίρους της.

Το συμπέρασμα που αβίαστα προκύπτει είναι ότι τα στοιχεία της διαρθρωτικής κατάρρευσης του οικονομικού ιστού τής χώρας προϋπήρχαν της παγκόσμιας κρίσης, η οποία βεβαίως επιτάχυνε την εμφάνισή τους. Επιπλέον, η συρρίκνωση της παραγωγικής μας ικανότητας, ιδιαιτέρως στον τομέα των διεθνών εμπορευσίμων, είναι αυτό που σήμερα καθορίζει το τι και πόσες θέσεις εργασίας μπορεί η οικονομία να υποστηρίξει, το τι μισθούς μπορεί να πληρώνει, το τι εισόδημα μπορεί να δημιουργεί και να αναδιανέμει. Όλα τα παραπάνω θα πρέπει να κάνουν αντιληπτό πόσο εκτός πραγματικότητας βρίσκονται ισχυρισμοί περί σύντομης εξόδου από την κρίση. Επίσης, υποδεικνύουν σαφώς την κατεύθυνση που πρέπει να ακολουθήσουμε.

Ότι, δηλαδή, οφείλουμε –και αυτό είναι το τρίτο σημείο– να στραφούμε προς την παραγωγή, γιατί η κρίση που διανύουμε δεν είναι «κρίση ζήτησης» αλλά «κρίση προσφοράς».

Ο λόγος που τονίζω ότι η κρίση που διανύουμε δεν είναι «κρίση ζήτησης» λόγω υποκατανάλωσης είναι γιατί πολλοί, ένθεν κακείθεν, που κατά τα άλλα ομιλούν περί «παραγωγικής ανασυγκρότησης», ταυτόχρονα και, μάλιστα, αγνοώντας πεισματικά κάθε αντικειμενικό γεγονός, ισχυρίζονται ότι υπάρχει τρόπος διαφυγής από την κρίση στη χώρα μας μέσω μιας πολιτικής τόνωσης της ζήτησης. Ειλικρινά, πιστεύω ότι ή ψεύδονται ή δεν ξέρουν τι τους γίνεται –αμφότερα ομοίως λίαν επιβλαβή. Η πηγή της κρίσης βρίσκεται στην υπερσυσσώρευση παραγωγικών πόρων σε προστατευμένους κλάδους τής οικονομίας που χαρακτηρίζονται από χαμηλή παραγωγικότητα και των οποίων η ανάπτυξη οφείλει να έπεται, όχι να προηγείται της μεγέθυνσης του παραγωγικού τομέα με την υψηλή μέση παραγωγικότητα. Να το πω σχηματικά. Μια οικονομία στην οποία το εισόδημά της ανακυκλώνεται μεταξύ καταστημάτων ρουχισμού, καταστημάτων υποδημάτων, καφετέριες και σουβλατζίδικα δεν μπορεί να ελπίζει σε ανάπτυξη.

Αν, λοιπόν, «έπεφταν λεφτά στην αγορά» γενικώς και αδιακρίτως, σαν «μάννα εξ ουρανού» με σκοπό την «ανάπτυξη», όπως κάποιοι, ένθεν κακείθεν, διατείνονται, το μόνο αποτέλεσμα θα ήταν η διεύρυνση αυτού του τρόπου λειτουργίας τής οικονομίας, με τη δημόσια δαπάνη να γιγαντώνει τον παρασιτισμό και με τη χώρα να καταλήγει να μην παράγει τίποτε, να εισάγει τα πάντα, να πολλαπλασιάζει τα ελλείμματα και να εξακοντίζει το χρέος της στον ουρανό. Μια τέτοιου τύπου επεκτατική πολιτική, αντιγραφή των πολιτικών που μας οδήγησαν στην καταστροφή, δεν θα άφηνε λίθο επί λίθου, βαθαίνοντας την εξάρτηση της χώρας από την ξένη βοήθεια (εάν αυτή ήταν τότε διαθέσιμη). Όσοι προτάσσουν μια τέτοια πολιτική αγωνίζονται, κατ’ ουσία, για την διατήρηση και ενδυνάμωση του παρασιτισμού, για την διαιώνιση των συνθηκών που αναιρούν την εθνική ανεξαρτησία και αξιοπρέπεια. Ό,τι και αν λένε, ένθεν κακείθεν, στην πραγματικότητα «δουλεύουν» για τα Μνημόνια.

Η κρίση που αντιμετωπίζουμε είναι μια «κρίση προσφοράς». Οφείλεται στο σοβαρό, διαρθρωτικό πρόβλημα του παραγωγικού μας συστήματος που ήρθε στην επιφάνεια με οδυνηρό τρόπο, όταν έπαψε να υφίσταται το πέπλο που δημιουργούσε η πλημμύρα των δανείων και η συναφής υπερκατανάλωση. Συνεπώς, απαιτείται να κάνουμε όχι τα ίδια, αλλά τα ακριβώς αντίθετα από ό,τι κάναμε τα προηγούμενα πολλά χρόνια, να στραφούμε στην παραγωγή και τις επενδύσεις, στις εξαγωγές παρά στις εισαγωγές. Υπάρχει, ιδιαιτέρως, επείγουσα ανάγκη για μια οικονομική πολιτική που θα αυξάνει το σφρίγος και το μέγεθος τού εγχώριου τομέα των διεθνώς εμπορευσίμων αγαθών και υπηρεσιών. Με μια κουβέντα, οι διαθέσιμοι πόροι και οι έστω περιορισμένες τραπεζικές πιστώσεις θα πρέπει να κατευθύνονται όχι προς χρεοκοπημένες επιχειρήσεις, οι οποίες λόγω των σχέσεών τους με το πολιτικό σύστημα απαιτούν και ενίοτε εκβιάζουν την τροφοδότησή τους με δανειακά κεφάλαια, αλλά προς την ενίσχυση δυναμικών, εξωστρεφών επιχειρήσεων.

Παράγοντας-κλειδί για την ανάπτυξη είναι η αύξηση των επενδύσεων. Οι επενδύσεις στην Ελλάδα αντιστοιχούν σήμερα στο 13% του ΑΕΠ και έχουν τάση πτωτική, έναντι ενός ευρωπαϊκού μέσου όρου 20%. Η διαφορά των 7 ποσοστιαίων μονάδων που αντιστοιχεί σε 12 δισ. ετησίως είναι εφικτό να καλυφθεί και να κάνει τη διαφορά τροφοδοτώντας την ανάπτυξη της χώρας. Τρείς είναι οι τομείς που, αρχικά τουλάχιστον, μπορούν και είναι αναγκαίο να προσελκύσουν ιδιωτικές επενδύσεις: οι υποδομές, ο τουρισμός και η ενέργεια. Τηλεγραφικά: Η αναβάθμιση και ο εκμοντερισμός τού σιδηροδρομικού δικτύου και των δικτύων λιμένων τής χώρας είναι αποφασιστικής σημασίας για να μπορέσει η χώρα μας να χρησιμοποιήσει το πλεονέκτημα της γεωγραφικής της θέσης και να υποστηρίξει μια εξωστρεφή, ανταγωνιστική οικονομία. Το τουριστικό προϊόν, αυτή η αναπτυξιακή γραμμή τουρισμού-πολιτισμού-κρουαζιέρας-αγροδιατροφής μπορεί να γίνει μοναδική και να «πουλάει» δώδεκα μήνες το χρόνο. Η ενέργεια μπορεί να λειτουργήσει ως στρατηγική εισροή σε μια νέα ανταγωνιστική ελληνική οικονομία, συνδέοντάς την με ένα νέο κύμα ανάπτυξης παγκόσμια. Αν και το φυσικό αέριο και οι ανανεώσιμες μορφές ενέργειας είναι οι λέξεις-κλειδιά εν προκειμένω, επ’ ουδενί δεν πρέπει να αγνοούμε τα πολύ πλούσια κοιτάσματα λιγνίτη που διαθέτει η χώρα και τον υδάτινο πλούτο της. Ωστόσο, θα ήταν μεγάλο λάθος, κατά τη γνώμη μου, η άποψη ότι η οικονομία μας μπορεί ή πρέπει να γίνει μια οικονομία βασισμένη στο πετρέλαιο. Θα πρέπει να καβαλήσουμε το επόμενο κύμα ανάπτυξης που ογκούται, όχι αυτό που φθίνει. Το Αιγαίο αρχιπέλαγος και το Ιόνιο έχουν πολύ περισσότερο πλούτο να δώσουν απ’ αυτό του πετρελαίου.

Κυρίες και Κύριοι,

Η χώρα πρέπει να μάθει να σκέφτεται με το δικό της μυαλό, όχι με το μυαλό άλλων. Για να ξαναπάρουμε τη χώρα στα χέρια μας πρέπει να έχουμε τη διανοητική διαύγεια και την ψυχική δύναμη να δούμε την αλήθεια στα μάτια, να έχουμε επίγνωση των λαθών που μας οδήγησαν σε αυτή τη δεινή θέση, ώστε να μην τα επαναλάβουμε. Να ξέρουμε πού θέλουμε να πάμε και να είμαστε αποφασισμένοι να κάνουμε αυτό που χρειάζεται για να φτάσουμε εκεί. Το κλειδί της εξόδου από την κρίση βρίσκεται στο εσωτερικό της χώρας, όχι στους ξένους.

Δυστυχώς, στην πιο κρίσιμη στιγμή τής μεταπολεμικής της ιστορίας, η Ελλάδα στερείται του πιο σημαντικού πόρου ενός κράτους. Στερείται πολιτικών ηγεσιών, αλλά πολύ φοβούμαι και πνευματικών και οικονομικών ηγεσιών. Όμως, σε μια κοινωνία βαθειά ταπεινωμένη, όπου το κοινωνικό συμβόλαιο που τη συνείχε διαλύεται γιατί ήταν χτισμένο πάνω στην άμμο, σε μια τέτοια κοινωνία, όταν το πολιτικό σύστημα είναι αναξιόπιστο, συχνά αποκρουστικό, και αδυνατεί να της προσφέρει σχέδιο και όραμα, τότε οι μόνες δυνάμεις που την κινούν είναι η απόγνωση και η τυφλή οργή με αποτελέσματα απρόβλεπτα και αυτοκαταστροφικά.

Ακόμη και σήμερα, το παλιό σε όλες του τις εκδοχές αγωνίζεται για τη διάσωση και την αναπαραγωγή του. Προστατεύει τους στρατούς του στο ευρύτερο δημόσιο και τις ΔΕΚΟ, ενώ ταυτόχρονα διαφημίζει την απαλλαγή της χώρας από τα Μνημόνια, οι μεν «αύριο» οι δε «σύντομα». Με θολωμένο το μυαλό από τις «αβαρίες» των τελευταίων ετών, ονειρεύονται ότι η αποπομπή της τρισκατάρατης τρόικας θα λύσει τα χέρια των (όποιων) κυβερνώντων, ώστε να ξανάρθουν και πάλι οι «ωραίες ημέρες». Φυσικά βαυκαλίζονται και ζουν με παραισθήσεις: οι «ωραίες ημέρες», όπως τις εννοούν, έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί.

Το χειρότερο απ’ όλα είναι ότι στην προσπάθεια πολιτικής τους επιβίωσης, και επειδή αδυνατούν να δώσουν έναν ορίζοντα προοπτικής, απαντούν με μια απελπισμένη επιστροφή στο παρελθόν, ένα είδος φονταμενταλισμού, δημιουργώντας συνθήκες διχασμού μέσα στο λαό μας.

Όμως, αυτό που οι συνθήκες σήμερα απαιτούν είναι την επιστροφή τής Πολιτικής, της Πολιτικής ως σχέδιο ως όραμα και ως πράξη, στο θρόνο της, με την ταυτόχρονη εκδίωξη από εκεί του λαϊκισμού και της προπαγάνδας που τον έχουν από κοινού καταλάβει. Απαιτούν την μέγιστη δυνατή ενότητα, την μέγιστη εθνική μας συνεννόηση, τις δικές μας παραγωγικές συμμαχίες, το δικό μας εσωτερικό μνημόνιο αντιμετώπισης και εξόδου από την κρίση, με στήριγμα την αλήθεια, την αυτογνωσία και την αγάπη για την πατρίδα. Όχι τον διχασμό. Δεν πρέπει να επαναλάβουμε τα σφάλματα του παρελθόντος. Γιατί, φωτιά για ένα χρόνο σημαίνει στάχτες για τριάντα.

Σας ευχαριστώ.

Σχετικές αναρτήσεις

Απαντήστε

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.