Ο έκτος χρόνος της οικονομικής –και όχι μόνο– κατάρρευσης που διάγουμε, βρίσκει τα πανεπιστήμια με μείωση των προϋπολογισμών τους κατά 50%, των μισθών τού προσωπικού τους κατά 40%, με αυξημένους αριθμούς εισακτέων, μειωμένο προσωπικό και απουσία επενδύσεων σε υποδομές. Σε αυτό το περιβάλλον υπάρχει μέλλον για το δημόσιο, δωρεάν πανεπιστήμιο; Μήπως η λύση βρίσκεται στην ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων; Ερωτήματα, που θα έπρεπε να απασχολούν ένα σοβαρό διάλογο για ένα μέγιστης σημασίας θέμα, όπως είναι η παιδεία και η εκπαίδευση. Έναν διάλογο που δεν υφίσταται και που, όταν υφίσταται, είναι απελπιστικά φτωχός και συχνά ιδεοληπτικός.
Η αναγκαιότητα για την παροχή υψηλής ποιότητας δημόσιας, δωρεάν εκπαίδευσης απορρέει από τον χαρακτήρα της ως δημόσιου αγαθού. Συναρτάται στενά με την ανάπτυξη και την εμβάθυνση της δημοκρατίας και την προώθηση της ελευθερίας και της ισότητας, όχι κατά τον τύπο αλλά κατά την ουσία, ως ισότητας ευκαιριών. Συσχετίζεται στενά με την κοινωνική κινητικότητα και τις ανανεωτικές επιπτώσεις της στην κοινωνία, ενώ, ιστορικά, συνδέθηκε με τα αιτήματα για κοινωνική δικαιοσύνη.
Η εκπαίδευση έχει, όμως, και χαρακτηριστικά ατομικού αγαθού, κατά το ότι η ποιότητα των γνώσεων και δεξιοτήτων που αποκτά κάποιος συναρτώνται με την προσωπική του επαγγελματική εξέλιξη. Από εδώ απορρέει και το αίτημα για ιδιωτικά πανεπιστήμια.
Η ενδεχόμενη δημιουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων, όμως, προϋποθέτει την ύπαρξη ρωμαλέων δημόσιων πανεπιστημίων στα οποία θα επιτραπεί να τα ανταγωνιστούν επί ίσοις όροις. Πέρα από την δίκαιη χρηματοδότησή τους, στη βάση των υπηρεσιών που προσφέρουν, θα πρέπει να τους «λυθούν τα χέρια» για να αποδείξουν αν πράγματι μπορούν να κάνουν καλά τη δουλειά τους ή όχι. Μετά από «νόμους πλαίσια» και «μεταρρυθμίσεις», η αυτονομία των πανεπιστημίων παραμένει γράμμα κενό. Ο κρατικός εναγκαλισμός παραμένει ασφυκτικός. Η κατάρτιση και εκτέλεση των ισχνών προϋπολογισμών τους είναι απίστευτα γραφειοκρατική, απολύτως αναντίστοιχη με τον αριθμό των φοιτητών τους, για τον οποίο δεν τους επιτρέπεται να έχουν λόγο, όπως δεν έχουν λόγο και ως προς την προτέρα εκπαίδευσή τους. Ούτε μπορούν να αποφασίζουν για τον αριθμό και την ποιότητα του προσωπικού τους. Άλλοι, το κράτος, γνωρίζουν καλύτερα.
Καλούνται, όμως, να αξιολογηθούν για το παραγόμενο έργο τους. Και η μεν αξιολόγηση είναι απολύτως αναγκαία. Όμως, για να είναι πλήρης και δίκαιη, θα πρέπει τα πανεπιστήμια να έχουν τη συνολική ευθύνη και έλεγχο της λειτουργίας τους. Δεν τον έχουν.
Επιπλέον, η αξιολόγηση θα πρέπει να αφορά όλους, τόσο τους δημόσιους όσο και τους ιδιωτικούς πάροχους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Γιατί μπορεί μεν η εκπαίδευση να έχει χαρακτηριστικά και ατομικού αγαθού, αλλά δεν είναι ατομικό αγαθό σαν την πατάτα που ο ανταγωνισμός των παραγωγών αρκεί για να διασφαλίσει την ποιότητά της. Το θεσμικό πλαίσιο αξιολόγησης οφείλει να είναι ενιαίο, γιατί πρόκειται για την μόρφωση των νέων της χώρας. Είναι; Έχουν αξιολογηθεί τα κολλέγια και τα παραρτήματα με τον ίδιο τρόπο και κριτήρια που αξιολογούνται τα δημόσια πανεπιστήμια; Έχει αξιολογηθεί η ποιότητα της υλικοτεχνικής τους υποδομής; Των προγραμμάτων σπουδών τους; Των διδασκόντων; Του ερευνητικού τους έργου; Υπό ποία έννοια παρέχουν πανεπιστημιακού επιπέδου εκπαίδευση και πτυχία; Προτού, λοιπόν, αρχίσουμε να συζητάμε για ιδιωτικά πανεπιστήμια, ας βάλουμε μια τάξη στην αναρχία που επικρατεί στο χώρο της ιδιωτικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Το άλογο μπροστά από το κάρο, όχι το ανάποδο.
Δεν υπονοώ με τα παραπάνω ότι τα πράγματα στη δημόσια τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι ρόδινα. Το αντίθετο, πιστεύω ότι πρέπει να γίνουν πολλά. Είναι αλήθεια ότι οι εξωτερικές αξιολογήσεις που διοργανώνει η Αρχή Διασφάλισης Ποιότητας απέδειξαν ότι υπάρχουν Ιδρύματα, Τμήματα και προγράμματα σπουδών που παρέχουν υψηλού επιπέδου εκπαίδευση. Όχι, βέβαια, ότι είδαν να αντανακλάται αυτή τους η επίδοση στους προϋπολογισμούς τους ως επιβράβευση των προσπαθειών τους και ως κίνητρο να προσπαθήσουν περισσότερο. Αλλά, ούτε μια καλή κουβέντα; Πώς, μετά, να μην θεωρηθούν οι εξαγγελίες περί αριστείας «φρέσκος αέρας»;
Ταυτόχρονα, όμως, υπάρχουν Τμήματα και προγράμματα σπουδών σε ΑΕΙ και ΤΕΙ που δεν ανταποκρίνονται στο ρόλο τους, που συχνά δημιουργήθηκαν για λόγους μικροπολιτικής και, πάντως, ανεξάρτητους από τις εκπαιδευτικές ανάγκες της χώρας, με μια εγκληματική προχειρότητα, διεσπαρμένα ανά την επικράτεια, χωρίς ζήτηση από τη μεριά των νέων μας.
Η στήριξη και ενίσχυση των Ιδρυμάτων που διαπρέπουν και, ταυτόχρονα, η ανασύνθεση του εκπαιδευτικού χάρτη της χώρας είναι απολύτως αναγκαία. Η δημόσια, δωρεάν τριτοβάθμια εκπαίδευση υπάρχει για την παιδεία και την εκπαίδευση της νεολαίας μας, όχι για όσους εργάζονται σε αυτά, ούτε για την τοπική κοινωνία, γενικώς και αορίστως. Μια τέτοιου είδους δράση, όμως, απαιτεί σοβαρό σχεδιασμό. Δεν γίνεται «στο γόνατο». Σε κάθε περίπτωση, δεν αφορά πάρε-δώσε με βουλευτές, δημάρχους, περιφερειάρχες και μητροπολίτες, γιατί τότε η «Αθηνά» χάνει τη σοφία της και καταλήγει, μεταξύ άλλων, να τοποθετεί τη Λαμία στη Θεσσαλία (παραπλανημένη, ενδεχομένως, από το ότι η Πάτρα ανήκει διοικητικά στη Δυτική Ελλάδα και όχι στην Πελοπόννησο).
Από την άλλη, τα πανεπιστήμια θα πρέπει να γίνουν πιο εξωστρεφή, να διασυνδεθούν με την κοινωνία και την οικονομία αποτελεσματικά, να βοηθούν τους αποφοίτους τους στην εύρεση εργασίας, να αναζητήσουν πόρους και χορηγίες για να στηρίξουν και αναβαθμίσουν τα προγράμματα σπουδών τους, να βελτιώσουν την εξωτερική τους εικόνα διασφαλίζοντας σε όσους σπουδάζουν και εργάζονται σε αυτά έναν περιβάλλοντα χώρο συμβατό με εκπαιδευτικό Ίδρυμα, να ανοίξουν τις πόρτες τους σε φοιτητές από άλλες χώρες μετατρέποντας τη χώρα μας σε χώρα εισαγωγής και όχι εξαγωγής φοιτητών, εκπαιδευτικό κέντρο τής ευρύτερης περιοχής μας. Χρειάζονται τη στήριξη και ενίσχυση της Πολιτείας για όλα αυτά. Αλλά χρειάζεται και αυτά να κάνουν αυτό που πρέπει. Να ανταποκριθούν στις ανάγκες της χώρας και των πολιτών της.
Συγχαρητήρια κ. Πρύτανη για το άρθρο σας.! Εξαιρετικά διαφωτιστικό, δίνει τη δυνατότητα στον αναγνώστη να καταλάβει για άλλη μια φορά την προχειρότητα με την οποία οι πολιτικοί προϊστάμενοι του υπουργείου παιδείας αντιμετωπίζουν το ζήτημα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Ίσες ευκαιρίες, τίμια αξιολόγηση, επιβράβευση, χρηματοδότηση όπου και όπως πρέπει, σαν αποτέλεσμα της αξιολόγησης, είναι το ελάχιστο που οφείλεται να γίνει, ώστε τα δημόσια και ιδιωτικά ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα να μπορούν να έχουν την ίδια δυνατότητα σε ένα υγιές συναγωνιστικό περιβάλλον να συμβάλλουν μεσοπρόθεσμα, στην ανάπτυξη της Ελληνικής οικονομίας.