Νόθες Απελευθερώσεις και Ψευδώνυμες Ιδιωτικοποιήσεις

Άρθρα Κωνσταντίνος Γάτσιος

Λήψη

Οι ελληνικές δημόσιες επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας δεν είναι δημόσιες. Αντί να στοχεύουν στην εξυπηρέτηση του καταναλωτή και την ανάπτυξη της χώρας, στην πραγματικότητα είναι μονοπώλια τα οποία λειτουργούν προς όφελος του νοσηρού συνασπισμού συμφερόντων εκείνων που –εδώ και πολλές δεκαετίες, ακόμη και πριν την μετατροπή τους σε ΑΕ– είναι οι άτυποι, μεν, πραγματικοί δε, ιδιοκτήτες τους, δηλαδή των κομματικο-συνδικαλιστικών συντεχνιών, των διαφόρων ομάδων εργοληπτών και προμηθευτών και του πολιτευτικού-πολιτικού παρακράτους. Οι πολίτες, εκτός από τις κακής ποιότητας υπηρεσίες που λαμβάνουν, επιβαρύνονται επίσης ως φορολογούμενοι και με το αφανές, εκ πρώτης όψεως, άχθος των ελλείμματων που καλύπτει ο κρατικός προϋπολογισμός. Με την μορφή, συνεπώς, που έχουν σήμερα οι επιχειρήσεις κοινωνικής ωφέλειας στην Ελλάδα, δεν είναι δυνατόν να συνεισφέρουν στην ανάπτυξη της οικονομίας. Είναι απολύτως απαραίτητος ο εκσυγχρονισμός τους μέσα από την ριζική αναδιάρθρωσή τους. Αυτό συνεπάγεται εκτεταμένης κλίμακας μεταρρυθμίσεις που θα καταστήσουν τον ανταγωνισμό, μεταξύ των παραγωγών, και την δυνατότητα επιλογής προμηθευτή, για τους καταναλωτές, κεντρικό χαρακτηριστικό τους. Πράγμα που, με την σειρά του, προϋποθέτει διαδικασίες αποκρατικοποίησης, ιδιωτικοποίησης και δημιουργίας ανάλογου ρυθμιστικού περιβάλλοντος.

Δυστυχώς, όμως, δεν απολήγει κάθε διαδικασία αποκρατικοποίησης-ιδιωτικοποίησης εγγυημένα στην επιτυχία. Στη διεθνή εμπειρία, απέναντι στις λίγες επιτυχημένες απόπειρες απελευθέρωσης της αγοράς, υπάρχουν και πολλά παραδείγματα αποτυχιών, ενίοτε μάλιστα καταστρεπτικών. Πιό γνωστή περίπτωση είναι εκείνη της απελευθέρωσης της αγοράς ηλεκτρισμού στην Καλιφόρνια. Εξ ίσου ανεπιτυχής θεωρείται η απελευθέρωση των αγορών ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου στην Μεγάλη Βρετανία, η οποία υπήρξε στρατηγική επιλογή τόσο του θατσερισμού όσο και των «Νέων Εργατικών», που όμως έχει φέρει σήμερα στην χώρα μπροστά στο φάσμα της ενεργειακής ένδειας για τις επόμενες δεκαετίες. Αλλά ούτε και στην ΕΕ τα πράγματα είναι πολύ καλύτερα. Στην πρώτη δεκαετία του αιώνα μας, εκείνες οι χώρες-μέλη που είχαν την υψηλότερη τιμή φυσικού αερίου και ηλεκτρικού ρεύματος για τον τελικό καταναλωτή (οικιακό ή βιομηχανικό) ήταν εκείνες ακριβώς που στην προηγούμενη περίοδο είχαν εφαρμόσει πιο πειθήνια τα κελεύσματα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για απελευθέρωση των αγορών στους συγκεκριμένους τομείς –όπως η Επιτροπή την αντιλαμβανόταν τότε.

Ποιός είναι ο λόγος της αποτυχίας στις περιπτώσεις αυτές; Είναι ότι –ενδεχομένως– λόγω της επιρροής που άσκησαν κατεστημένα συμφέροντα, αλλά –με κάθε βεβαιότητα– και λόγω των ιδεολογικών αγκυλώσεων και του φανατισμού των αποκαλούμενων «φιλελευθέρων», επρόκειτο για νόθες και ψευδώνυμες απελευθερώσεις της αγοράς. Και τούτο διότι δεν κατόρθωσαν, ή ίσως στην πραγματικότητα δεν προσπάθησαν καν, να καταργήσουν τα μονοπωλιακά χαρακτηριστικά τους, τα οποία δεν ακυρώνονται απλά με την μεταφορά μέρους ή όλου του δυναμικού τους από τον κρατικό στον ιδιωτικό τομέα.

Οι επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, οι οποίες παλαιότερα ήταν γνωστές στην οικονομική θεωρία και ως χαρακτηριστικές περιπτώσεις «φυσικών μονοπωλίων», συντίθενται ουσιαστικά από δύο μέρη: τις παραγωγικές μονάδες και το δίκτυο. Το καθοριστικό για τον μονοπωλιακό τους χαρακτήρα στοιχείο είναι το δίκτυο, το οποίο επιτρέπει σε εκείνον που το ελέγχει να κατέχει δεσπόζουσα θέση τόσο ως προς την παραγωγή όσο και ως προς την μεταφορά, την διανομή και την κατανάλωση. Εάν κάποιος αναζητήσει το κοινό χαρακτηριστικό και την πραγματική αιτία σε όλες τις περιπτώσεις αποτυχημένης ιδιωτικοποίησης, αυτή βρίσκεται στο ότι, εκτός από τις παραγωγικές μονάδες, ιδιωτικοποιήθηκε και το δίκτυο. Κάτι που είχε δύο ειδών δυσμενή αποτελέσματα: είτε ότι οι επιχειρήσεις το χρησιμοποίησαν για να αποκτήσουν μέρος της μονοπωλιακής προσόδου (όπως στην Ευρώπη και στην Καλιφόρνια) οδηγώντας όμως, ενίοτε, έως και στη φυσική κατάρρευση του συστήματος, είτε ότι δεν ενδιαφέρθηκαν ή δεν κατάφεραν να προχωρήσουν στις απαραίτητες για το μέλλον επενδύσεις (Μεγάλη Βρετανία), αφού αυτό δεν ανταποκρίνονταν στην θεσμική φύση τους. Αντίθετα, πετυχημένες ιδιωτικοποιήσεις είναι εκείνες όπου τα δίκτυα παρέμειναν υπο κοινωνικό έλεγχο, ενώ στους ιδιώτες δόθηκαν οι παραγωγικές μονάδες, με πλήρη απελευθερωση της αγοράς κατά τρόπο ώστε να οι παραγωγοί να υποχρεούνται εξ αντικειμένου να ανταγωνιστούν σκληρά προκειμένου να κερδίσουν τον καταναλωτή, αυξάνοντας έτσι το όφελος του τελευταίου. (Και όπου, για να αποτρέπονται αφανείς συνεργασίες χειραγώγησης των τιμών, το Δημόσιο διατηρεί και αυτό μια παραγωγική ικανότητα σε ποσοστό έως 30%, προκειμένου να επεμβαίνει τονωτικά για τον ανταγωνισμό, όταν χρειάζεται, επιφυλάσσοντας παράλληλα μια διαφορετική μεταχείριση σε ιδιαίτερης σημασίας αγαθά, όπως είναι για παράδειγμα τα υδατοφράγματα στον τομέα του ηλεκτρισμού).

Ποιά είναι σήμερα η κατάσταση στην Ελλάδα και προς τα που κινείται; Δυστυχώς, είναι η χειρότερη δυνατή. Στον απίστευτο εφιαλτικό κυκεώνα ρυθμίσεων και διευθετήσεων που υφίσταται για κάθε –απελευθερωμένο (!)– κλάδο, ως προϊόν συγκερασμού των υποτιθέμενων απελευθερωτικών πιέσεων της ΕΕ, από την μία, και της πατροπαράδοτης υπεράσπισης των «στρατηγικών κλάδων» και των «δημοσίων αγαθών» από τους διάφορους κοινωνικούς εταίρους, από την άλλη, έρχεται τώρα να προστεθεί η «νέα μεταρρυθμιστική πνοή» που επιβάλλει η τρόικα. Η οποία τρόικα, συντιθέμενη ως γνωστόν από οργανισμούς που είναι και οι τρεις περιώνυμοι, εκτός των άλλων, για τις δογματικές τους αγκυλώσεις, πειθαναγκάζει για αποκρατικοποιήσεις που ξεκινούν (και ίσως θα τελειώσουν) στην εκποίηση των δικτύων. Τα κριτήρια είναι καθαρά εισπρακτικά. Διότι τα δίκτυα είναι τα μόνα στοιχεία του ενεργητικού των οργανισμών κοινής ωφέλειας που πραγματικά λειτουργούν και που, ως εκ τούτου, υπάρχει δυνατότητα να πωληθούν. Πολλώ δε μάλλον, όταν οι υποψήφιοι αγοραστές αντιλαμβάνονται – και πολύ σωστά– ότι η εκ μέρους τους απόκτηση των δικτύων, πέραν των εμφανών προσδοκώμενων αποδόσεων θα τους επιτρέψει να προσπορισθούν και σημαντικές, αφανείς, μονοπωλιακές προσόδους.

Ίσως, όμως, να μην μπορούσε να είναι και διαφορετικά. Ο συλλογικός προβληματισμός μας ως κοινωνία και ο όποιος δημόσιος διάλογος για τα σχετικά θέματα βρίσκεται ακόμη «πολύ πίσω», κυριαρχούμενος από άλλου τύπου δογματικές αγκυλώσεις αυτών της τρόικα. Οι κοινωνικοί εταίροι προσπαθούν να περισώσουν τα κεκτημένα τους βαφτίζοντάς τα «δημόσια αγαθά», ενώ το πολιτευτικό-πολιτικό σύστημα, χωρίς να έχει το παραμικρό όραμα και πρόταγμα ανάπτυξης για την ελληνική κοινωνία, πειθαναγκαζόμενο από τους δανειστές να προχωρήσει στην (ήδη λανθασμένης σύλληψης) «απελευθέρωση», απλά προσπαθεί να την νοθεύσει όσο περισσότερο γίνεται, με σκοπό να περισώσει όποια προνόμια πελατειακών σχέσεων πιστεύει ακόμη ότι μπορούν να περισωθούν. Κατόπιν όλων αυτών, ας μην αναρωτιόμαστε, σε λίγα χρόνια, τι έφταιξε (και στον τομέα των κοινωφελών επιχειρήσεων).

Σχετικές αναρτήσεις

Απαντήστε

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.