Με αφορμή τη πρόσφατη δημοσιοποίηση του εγγράφου της Τράπεζας της Ελλάδος, έκανα την εξής δημόσια δήλωση:
Βασική προϋπόθεση για την έξοδο της χώρας από την κρίση χρεοκοπίας στην οποία βρίσκεται εδώ και μια δεκαετία και τη στροφή της στην κανονικότητα, είναι η αυτογνωσία για τους λόγους που μας οδήγησαν στη σημερινή δεινή θέση. Μόνο εάν κατανοήσουμε ως κοινωνία τα συλλογικά λάθη τα οποία διαπράξαμε και αναγνωρίσουμε τους πολιτικούς πρωταγωνιστές των λαθών αυτών, θα μπορέσουμε να τα διορθώσουμε, να μην τα επαναλάβουμε και να ανορθώσουμε τη χώρα οικονομικά και πολιτικά.
Όπως έχω κατ’ επανάληψη πει και γράψει, η ρίζα της χρεοκοπίας της χώρας εντοπίζεται στο παρασιτισμό και τους ποικιλώνυμους φορείς του, που αναπτύχθηκε στο πλαίσιο του πελατειακού και κομματικού κράτους. Το μοντέλο αυτό, το οποίο χαρακτήρισε και καθόρισε όλο τον μετεμφυλιακό πολιτικό κύκλο, ανδρώθηκε ιδιαίτερα τη μεταπολιτευτική περίοδο και έφτασε σε κατάσταση παροξυσμού την περίοδο μετά την είσοδό μας στην ευρωζώνη, ειδικότερα δε τα χρόνια που
προηγήθηκαν της χρεοκοπίας.
Οι εξαλλοσύνες του πελατειακού κράτους που χαρακτήρισαν την τραγική διακυβέρνηση 2004-2009, ήταν αυτές που οδήγησαν στον οριστικό δημοσιονομικό εκτροχιασμό και τη χρεοκοπία. Φόρτωσε τη χώρα 120 δισ. νέο χρέος, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου ήταν «φρέσκο», δικό της. Δεν αφορούσε στην αποπληρωμή τόκων. Χαρακτηριστικά, μόνο το 2009, τη χρονιά της ανοιχτής χρεοκοπίας η χώρα
δανείστηκε 36 δισ., εκ των οποίων μόλις τα 12 δισ. αφορούσαν πληρωμή τόκων.
Όλοι τα γνώριζαν και τα γνωρίζουν αυτά, ντόπιοι και ξένοι, ανεξαρτήτως του ότι πολλοί επέλεγαν τη σιωπή και τη λήθη. Εξάλλου, τα σχετικά στατιστικά στοιχεία έχουν προ πολλού δημοσιοποιηθεί και ουδείς τα αμφισβητεί. Δε χρειαζόταν, επομένως, το πρόσφατα δημοσιοποιηθέν έγγραφο της ΤτΕ για να δούμε «το φως το αληθινό», όπως άλλωστε δε χρειαζόταν η πρόσφατη προτροπή του Σώρρα στους οπαδούς του να πληρώσουν τα χρέη τους για να γνωρίσουμε ότι δεν υπήρχαν τα γνωστά «ομόλογα» και ότι τα περί «διαστημικής τεχνολογίας» ήταν απλά αστειότητες.
Όπως αστειότητες αποτελούν (σε πρώτη ανάγνωση) και οι προσπάθειες στρεψοδικίας και διαστροφής της αλήθειας που εκτυλίσσονται το τελευταίο διάστημα και που επιχειρούν την πολιτική αποενοχοποίηση μιας τραγικής διακυβέρνησης. Δεν θα άξιζε να ασχοληθεί κανείς με αυτές τις αστειότητες, εάν δεν αναπτύσσονταν πάνω στον καμβά της σιωπής και της λήθης που προηγήθηκε. Όμως, αφορούν σε σχεδιασμούς ανασύνθεσης του πολιτικού σκηνικού της χώρας και, μάλιστα, προς μία συντηρητική κατεύθυνση, μεταξύ εκείνων που οδήγησαν τη χώρα στη χρεοκοπία και εκείνων που την βύθισαν ακόμη περισσότερο σε αυτήν.
Η σιωπή Τσίπρα –του ιδίου, της κυβέρνησης και του κόμματός του– για τη συγκεκριμένη περίοδο και τους πρωταγωνιστές της, τη στιγμή μάλιστα που δεν φείδεται χαρακτηρισμών για τους υπόλοιπους «εκπροσώπους του παλιού», η πολιτική «κατανόηση» και «αλληλεγγύη» των μεν με τους δε, η οποία εκφράζεται και σε επίπεδο διακυβέρνησης της χώρας, εντάσσονται σε αυτό το σχεδιασμό: έναν
δικομματισμό, με τα δύο «συστήματα» και τους αρχηγούς τους πρωταγωνιστές εκατέρωθεν του πολιτικού φάσματος.
Μια τέτοια εξέλιξη, εάν υλοποιηθεί, θα αποτελέσει μια στρατηγική νίκη των δυνάμεων του συντηρητισμού και του λαϊκισμού, μια μείζονα πολιτική οπισθοδρόμηση, που θα καθηλώσει τη χώρα στην «κανονικότητα της χρεοκοπίας».
Η μείζων αντιπολίτευση αδυνατεί, δεν έχει το θάρρος, να αναλάβει τις ευθύνες της για το έγκλημα που διεπράχθη και τους σχεδιασμούς που το αθωώνουν (ώστε να μπορεί να επαναληφθεί). Πολύ δε περισσότερο αδυνατεί να ανατρέψει τους εν εξελίξει πολιτικούς σχεδιασμούς, καθώς εμπλέκουν μέρος του «βαθέως» κομματικού της πυρήνα.
Μια τέτοια αδυναμία, όμως, δε θα πρέπει να ισχύει για την ελάσσονα αντιπολίτευση και, ιδιαιτέρως, για τις δυνάμεις τού, λεγόμενου, μεσαίου χώρου, η πολιτική διάλυση του οποίου συνιστά αναπόσπαστο μέρος αυτού του σχεδιασμού. Για τις πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις, δηλαδή, που δεν μπορούν να συμβιβαστούν με την παρακμή. Για τον κόσμο της εργασίας, της παραγωγής και της δημιουργίας που αντιμάχεται τον παρασιτισμό και τους ποικιλώνυμους φορείς του. Τον κόσμο που οραματίζεται και αγωνίζεται για την πολιτισμική και οικονομική ανόρθωση της χώρας και που θέλει να πάρει τις τύχες της πατρίδας του στα χέρια του.
Επηρεαζόμενοι από το Αριστοτέλειο υπόβαθρο ως προς την λύση των προβλημάτων και σε συνδυασμό με τις αναφορές σας σε άστοχες οικονομικοπολιτικές προσεγγίσεις παλαιοτέρων κυβερνήσεων, νομίζω πως ένα θέμα που χρίζει ανάλυσης είναι και το γιατί η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να εισχωρήσουμε σε προγράμματα τύπου OMT ( Outright Monetary Transactions) κοινώς μνημόνια και όχι στα LTRO 1&2 δανειζόμενοι με MRO επιτόκιο, όπως έκανε επιτυχημένα η Ιταλία.Η τωρινή κυβέρνηση προβάλλει την δήθεν εξόδο από τα μνημόνια το καλοκαίρι, την ίδια στιγμή που η εποπτεία θα συνεχιστεί για τα επόμενα 30 χρόνια.
Ευχαριστώ
Αγαπητέ κύριε Τουλούμη, ευχαριστώ για το σχόλιο αν και απαντώ κάπως καυστερημένα. Συμφωνώ μαζί σας ότι μετά την ολοκλήρωση του Τρίτου Μνημονίου θα συνεχιστεί η εποπτεία και, μάλιστα, με αυστηρότερο τρόπο απ’ ό,τι σε άλλες χώρες που βγήκαν από μνημόνια, λόγω του υψηλού δανεισμού και της πολύ αργής υλοποίησης των μεταρρυθμίσεων. Εκείνο, ωστόσο, που με προβληματίζει σοβαρά είναι, στη βάση της εκτίμησής μου για σοβαρές διαταραχές στη διεθνή οικονομία και αύξηση των επιτοκίων στο επόμενο διάστημα, το κατά πόσο η χώρα θα έχει τη δυνατότητα να αναχρηματοδοτεί το χρέος της από τις αγορές με λογικά επιτόκια. Σας παραπέμπω σχετικά σε άρθρο μου με τον Δημήτρη Ιωάννου στο ΒτΚ, 18-3-2017, το οποίο έχω αναρτήσει.
Τώρα, σχετικά με το θέμα/ερώτημα που θέτετε ως χρήζον ανάλυσης, ομολογώ ότι δεν το κατανοώ απολύτως. Κατ’ αρχάς, η συσχέτιση της περίπτωσης της Ιταλίας με τη δική μας είναι αντίστοιχη εκείνη ενός κρυώματος που απαιτούσε αντιβίωση με εκείνο που εξελίχθηκε σε βαρειά πνευμονία. Εάν υπονοείτε ότι με τη χρήση των μεν έναντι των δε θα γλυτώναμε τα μνημόνια, δεν θα συμφωνούσα μαζί σας. Ενδεχομένως κάποιος νά ήθελε να τα αναλύσει, αλλά δεν νομίζω ότι είναι αυτό που έχει σημασία όσον αφορά τη χρεοκοπία της χώρας και τον τρόπο αντιμετώπισής της. Δείτε σχετικά το βοβλίο τού Δημήτρη Ιωάννου “Ανατέμνοντας την κρίση” (εκδόσεις Παπαζήση), το οποίο προλογίζω, ειδικότερα δε το κεφάλαιο “Χρονικό μεγάλης πλαναισθησίας”
Να είστε καλά!