Τον τελευταίο καιρό, την δημόσια προσοχή τείνει να μονοπωλήσει –στα πλαίσια της εκτέλεσης του Προγράμματος Προσαρμογής της Ελλάδας– η αναφορά στο πρωτογενές πλεόνασμα. Για σας, τι νόημα/τι ουσία έχει αυτή η συζήτηση; ΕΧΕΙ νόημα;
Η χώρα μας διέρχεται μιας κρίσης πρωτοφανούς έκτασης και βάθους, μιας κρίσης όχι μόνο οικονομικής αλλά και μιας κρίσης αξιών και αντιπροσωπεύσεων η οποία συνταράσσει τα θεμέλια της χώρας και τη θέτει μπροστά σε κρίσιμα διλήμματα για το παρόν και το μέλλον της. Στις συνθήκες αυτές, ο δημόσιος διάλογος, δυστυχώς, χαρακτηρίζεται από «πτήσεις χαμηλού ύψους». Βρίσκεται σε αναντιστοιχία με τις πραγματικές ανάγκες της χώρας. Επικεντρώνεται στον εντυπωσιασμό. Τα ουσιώδη ερωτήματα δεν τίθενται και, επομένως, οι κατάλληλες απαντήσεις δεν δίδονται, με αποτέλεσμα το έδαφος να μένει ελεύθερο για την ανάπτυξη παραλογισμών και παραισθήσεων. Και αυτό δεν αφορά μόνο την τρέχουσα προεκλογική περίοδο, όπου είναι εμφανής η απουσία ουσιωδών επεξεργασιών και συμβολών τόσο για τον ρόλο των δήμων και των περιφερειών σε ένα σχέδιο εξόδου από την κρίση, όσο και για το μέλλον της Ευρώπης και τη θέση της Ελλάδας σε αυτό. Αφορά, κατ’ ελάχιστον, όλη την περίοδο μετά το ξέσπασμα της κρίσης και την, κατ’ ουσία, χρεοκοπία τής χώρας
Η συζήτηση για το πρωτογενές πλεόνασμα εντάσσεται στο παραπάνω πλαίσιο. Το κρίσιμο ερώτημα, εν προκειμένω, είναι κατά πόσο το πλεόνασμα που προκύπτει, στο μέτρο και βαθμό που προκύπτει, έχει προσωρινό χαρακτήρα, αντανακλώντας, για παράδειγμα, έκτακτα μέτρα φορολόγησης και, μάλιστα, με αναδρομική ισχύ, καθώς και μη πληρωμή υποχρεώσεων του κράτους προς τρίτους, ή κατά πόσο έχει μονιμότερο χαρακτήρα αντανακλώντας, ακόμη καλύτερα, μεταβολές στις παραγωγικές δυνατότητες της οικονομίας. Αντί απάντησης, η κυβέρνηση εγκλωβίζει τη συζήτηση στο ύψος του πλεονάσματος και στον τρόπο διανομής του. Αυτό, πέραν της υπεκφυγής από την ουσία, επιπλέον αποπροσανατολίζει για δύο λόγους.
Πρώτο, γιατί το κύριο, το θεμελιώδες πρόβλημα που αντιμετωπίζει η χώρα είναι η κατάρρευση του παραγωγικού της ιστού. Το δημοσιονομικό πρόβλημα, που ασφαλώς υφίσταται, αποτελεί σε μεγάλο βαθμό αντανάκλαση του πρώτου. Επομένως, η δημοσιονομική προσαρμογή -που πράγματι υπήρξε μεγάλη ανεξαρτήτως της ύπαρξης ή μη πρωτογενούς πλεονάσματος, μεγάλου ή μικρού, λογιστικού ή ταμειακού κ.λπ.– από μόνη της, χωρίς ταυτόχρονα την παραγωγική μας αναγέννηση, δεν συνιστά έξοδο από την κρίση, αλλά μια εκδοχή Σισύφειου Άγους. Υπ’ αυτήν την έννοια, θα έπρεπε να μας απασχολεί πολύ περισσότερο η κατάρρευση, μεταξύ των άλλων, της χαλυβουργίας, η οποία, αν δεν αναστραφεί, θα προκαλέσει κόστος πραγματικό, όχι λογιστικό, πολύ μεγαλύτερο του όποιου πρωτογενούς πλεονάσματος και με βάθος χρόνου, όχι εφήμερο.
Δεύτερο, γιατί ο επικοινωνιακά πανηγυρικός χαρακτήρας που προσδίδεται στην ύπαρξη, το ύψος και την προοπτική διανομής του πλεονάσματος δημιουργούν τη ψευδαίσθηση ότι «το πρόβλημα λύθηκε», καθώς και το παρεπόμενο «όπου να ‘ναι βγαίνουμε από την κρίση», καλλιεργώντας το έδαφος για διεκδικήσεις προσόδων. Όμως, δυστυχώς, το πρόβλημα δε λύθηκε, δεν ξεκίνησε καν να λύνεται, και οι πρόσοδοι προς διεκδίκηση υπάρχουν μόνο κατά φαντασίαν.
Η έξοδος από την κρίση απαιτεί να υπάρχει στη δημόσια σφαίρα ορθή και ακριβής αντίληψη της κατάστασης χωρίς ωραιοποιήσεις, ψεύδη, δημαγωγίες και στρουθοκαμηλισμούς. Να ξέρουμε πού θέλουμε να πάμε και να είμαστε αποφασισμένοι να κάνουμε αυτό που χρειάζεται για να φτάσουμε εκεί. Η όλη συζήτηση περί πλεονάσματος, όπως αυτή εξελίσσεται, βρίσκεται σε δυσαρμονία με μια τέτοια στόχευση. Ούτε βοηθά στις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές με σκοπό την απομείωση του χρέους. Μια προσεκτική ανάγνωση της απόφασης του Eurogroup της 27 Νοεμβρίου 2012 αρκεί να πείσει προς αυτό. Η χώρα, η οικονομία χρειάζεται έναν ευρύτερο ορίζοντα από αυτόν των επόμενων εκλογών.
Αν τελικά αποδειχθεί ότι ΕΙΧΑΜΕ πλεόνασμα «πέραν κάθε προσδοκίας», σημαίνει αυτό (μήπως) ότι υπερφορολογήσαμε/υπερπερικόψαμε δαπάνες;
Κανείς δεν μπορεί να έχει αντίρρηση στην αναγκαιότητα της δημοσιονομικής προσαρμογής. Αν θέλει κάποιος να ασκήσει ουσιαστική κριτική στο σταθεροποιητικό πρόγραμμα, τρία είναι νομίζω τα σχετικά σημεία. Και τα τρία βαρύνουν, κυρίως, την ελληνική πλευρά, η οποία είναι και η αρμόδια για να συμμαζέψει τα του οίκου μας. Το πρώτο είναι ότι όταν με καθυστέρηση αναγνωρίστηκε, επιτέλους, ότι υπάρχει δημοσιονομικό πρόβλημα, αγνοήθηκε ότι είχε «από κάτω» του το μείζον παραγωγικό πρόβλημα, το πρόβλημα ανταγωνιστικότητας.
Το δεύτερο, ότι η υλοποίηση της δημοσιονομικής προσαρμογής έγινε με τον λάθος τρόπο. Εφαρμόστηκε, για μια ακόμη φορά, η καταστροφική αρχή ότι είναι τα έσοδα που οφείλουν να προσαρμόζονται στα έξοδα, και όχι το αντίθετο. Παρά το γεγονός ότι ήδη πριν τις εκλογές τού Οκτωβρίου 2009, το ECOFIN συμβούλευε στην Ελλάδα να προχωρήσει σε δημοσιονομική προσαρμογή με λήψη μέτρων «διαρκούς απόδοσης» και όχι «μιας χρήσης», κυρίως με περιορισμό των δαπανών, η Ελλάδα κινήθηκε και πριν και μετά τις εκλογές στην αντίθετη κατεύθυνση. Υιοθέτησε μέτρα «μιας χρήσης» από τη μεριά των εσόδων, κυρίως με αλλεπάλληλες έκτακτες φορολογίες, άμεσες και έμμεσες, στα συνήθη φορολογικά υποζύγια και με οριζόντιες και εύκολες περικοπές δαπανών, όπως του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων. Μέτρα που απομείωναν αντί να ενισχύουν την αποτελεσματικότητα της φορολογίας και την ισονομία των πολιτών απέναντί της. Η ανομολόγητη βασική αρχή του πρώτου Μνημονίου το 2010 ήταν η προστασία των «ιερών και οσίων» τής εγχώριας κομματοκρατίας, η διατήρηση και η προστασία των κομματικών στρατών που στρατοπεδεύουν στις ΔΕΚΟ και στο ευρύτερο Δημόσιο με τους δεκάδες άχρηστους οργανισμούς, η διοίκηση των οποίων εξακολουθεί να προσφέρεται σε αποτυχημένους πολιτευτές.
Και όταν ύστερα από δύο χρόνια, στο δεύτερο Μνημόνιο το 2012, διαπιστώθηκε το πρόβλημα ανταγωνιστικότητας, η επίλυσή του μέσω της αναγκαίας και αναπόφευκτης «εσωτερικής υποτίμησης» υπήρξε ημιτελής και προκλητικά μονομερής. Ενώ για την επιτυχία της η «εσωτερική υποτίμηση» οφείλει να αφορά όλους τους συντελεστές κόστους και τιμών, περιορίστηκε στην αμοιβή τής μισθωτής εργασίας, η οποία υποτιμήθηκε και υποτιμάται, ενώ οι λοιποί συντελεστές κόστους παραγωγής, οι τιμές παραγωγού και οι τιμές καταναλωτή όχι. Έχει ενδιαφέρον, εν προκειμένω, ότι το δεύτερο Μνημόνιο αφιερώνει στην υποτίμηση τιμών, μέσω μεταρρυθμίσεων στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, μόνο τρεις γραμμές.
Με δυο λόγια, και οι δύο προσαρμογές, η δημοσιονομική και η ανταγωνιστική, δεν έγιναν με τον αποτελεσματικότερο, παραγωγικότερο και δικαιότερο τρόπο.
Μια άλλη θετική αναφορά του τελευταίου καιρού -μετά και πέρα από τα δημοσιονομικά που διόρθωσαν- ήταν η αυτοχειροκρότηση για την μεγάλη βελτίωση στο ισοζύγιο πληρωμών. Τι σας λέει αυτό; Μήπως οφείλεται στο ότι γονάτισε κυριολεκτικά η ζήτηση; Μήπως, άμα κάποια στιγμή η ζήτηση ανακάμψει, «φύγει» και πάλι το ισοζύγιο; Κόπωση, τώρα πλέον, στις εξαγωγές. Τι σημαίνει αυτό; Είναι κι αυτό ζήτημα εξάντλησης του παραγωγικού μοντέλου;
Κρίσιμης σημασίας ερώτημα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, το 2013 το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών παρουσιάζει πλεόνασμα 1,2 δισ. ευρώ. Σε σχέση με το τερατώδες έλλειμμα των 34,8 δισ. ευρώ του 2008, όταν ξεκινούσε η παρούσα κρίση, η εξέλιξη αυτή ισοδυναμεί με μια εντυπωσιακή βελτίωση του ισοζυγίου, ύψους 36 δισ. ευρώ. Όταν, όμως, δούμε την εξέλιξη του εμπορικού ισοζυγίου, της σημαντικότερης συνιστώσας του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα 2008-2013, τότε αναδεικνύεται πολύ παραστατικά το βάθος του παραγωγικού προβλήματος της χώρας. Ενδιαφέρον έχει, εν προκειμένω, να εστιαστούμε στην εξέλιξη του λεγόμενου εμπορικού ισοζυγίου χωρίς καύσιμα και πλοία, χωρίς δηλαδή τον συνυπολογισμό εσόδων-εξόδων που προκύπτουν από το εμπόριο καυσίμων, τροφοδοσία πλοίων κ.λπ. Με αυτόν τον τρόπο θα μπορέσουμε να δούμε εναργέστερα την εξέλιξη του εμπορικού ισοζυγίου, του ισοζυγίου εισαγωγών-εξαγωγών, στα «διεθνώς εμπορεύσιμα» αγαθά του πρωτογενούς και δευτερογενούς τομέα.
Συγκεκριμένα, από την κατά 36 δισ. ευρώ βελτίωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μεταξύ 2008 και 2013, τα 26,7 δισ. ευρώ οφείλονται στη βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου, από -44 δισ. ευρώ το 2008 σε -17,3 δισ. ευρώ το 2013. Αφαιρουμένων καυσίμων και πλοίων, η ανωτέρω βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου ανέρχεται στα 19,2 δισ. ευρώ, από -27,2 δισ. ευρώ σε -8 δισ. ευρώ.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι πόσο από αυτήν την κατά 19,2 δισ. ευρώ βελτίωση στο εμπορικό ισοζύγιο των «διεθνώς εμπορευσίμων» αγαθών οφείλεται σε πτώση των εισαγωγών και πόσο σε άνοδο των εξαγωγών. Δυστυχώς, η βελτίωση αυτή προέρχεται σχεδόν εξ ολοκλήρου από τη μείωση πληρωμών για εισαγωγές κατά 19 δισ. ευρώ, από 41,2 δισ. ευρώ το 2008 σε 22,2 δισ. ευρώ το 2013. Μάλιστα, το μεγαλύτερο μέρος αυτής της μείωσης, 14,2 δισ. ευρώ, έλαβε χώρα μεταξύ 2008 και 2010, δηλαδή πριν το πρώτο Μνημόνιο.
Αντίθετα, η αντίστοιχη αύξηση των εσόδων από εξαγωγές υπήρξε ισχνή, 14,2 δισ. ευρώ το 2013 έναντι 14 δισ. ευρώ το 2008. Μάλιστα, την περίοδο 2008-2010, μειώθηκαν από 14 δισ. ευρώ το 2008 στα 11,3 δισ. ευρώ το 2010, για να ανακάμψουν σταδιακά και με μειούμενο ρυθμό στα 13,3 δισ. ευρώ το 2011, στα 13,9 δισ. ευρώ το 2012 και στα 14,2 δισ. ευρώ το 2013.
Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι, ενώ η μεριά της ζήτησης για εισαγωγές αντέδρασε ταχύτητα με την εμφάνιση της κρίσης, και μάλιστα πριν το πρώτο Μνημόνιο, η αντίδραση απ’ τη μεριά των εξαγωγών εμφανίστηκε μετά το πρώτο Μνημόνιο, υπήρξε χλιαρή και, απ’ ό,τι φαίνεται, χωρίς διάρκεια. Το ότι η μείωση του εργατικού κόστους δεν φαίνεται να αποτελεί τον καθοριστικό παράγοντα στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας του τομέα των «διεθνών εμπορευσίμων» αντανακλά τα δομικά και διαρθρωτικά χαρακτηριστικά του.
Δεν είναι μόνο το ότι ο τομέας αυτός αντιστοιχεί σε ένα ποσοστό του ΑΕΠ που είναι το μικρότερο μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης, 25% το 2000 και 20,5% το 2009. Ούτε μόνο το ότι όταν στρέψουμε την προσοχή μας στους κλάδους που από τη φύση τους απαιτούν διαρκείς βελτιώσεις στην παραγωγικότητα, όπως είναι τα προϊόντα τού μεταποιητικού κλάδου και οι κλάδοι που σχετίζονται με την πληροφορική και τις υπηρεσίες «τεχνολογικής αιχμής», τότε παρατηρούμε ότι τα παραπάνω ποσοστά είναι ακόμη μικρότερα, 16% του ΑΕΠ το 2000 και μόλις 11,5% το 2009. Είναι ότι, επιπλέον, όταν κανείς εστιάσει σε ποιοτικά κριτήρια, όπως το είδος της χρησιμοποιούμενης τεχνολογίας και την προστιθέμενη αξία των προϊόντων, τότε, σύμφωνα με διεθνείς πίνακες, η Ελλάδα της «ανάπτυξης» και «σύγκλισης» βρισκόταν την περίοδο 2001-2007 και συνεχίζει να βρίσκεται σήμερα στην ίδια «παρέα», να ανταγωνίζεται στο ίδιο «καλάθι προϊόντων», με τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, παρά με τους Ευρωπαίους εταίρους της. Σημειώστε ότι, παρά την μείωση τού εργατικού κόστους, η Ελλάδα, βρίσκεται, σύμφωνα με την Έκθεση του World Economic Forum του 2013, στην 96η θέση μεταξύ 148 χωρών ως προς την ανταγωνιστικότητα –τελευταία στην Ευρώπη και 10 θέσεις πάνω από την Βολιβία.
Τα προβλήματα, λοιπόν, ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων στην Ελλάδα οφείλονται κυρίως στην αδυναμία απορρόφησης τεχνολογικών, καινοτομικών, παραγωγικών και ποιοτικών παρεμβάσεων στην παραγωγική διαδικασία, παρά στο ύψος των μισθών. Η ενίσχυση, επομένως, της εφαρμοσμένης έρευνας και της καινοτομίας και η συνεργασία επιχειρήσεων με φορείς τέτοιας έρευνας, όπως τα πανεπιστήμια, είναι στρατηγικής σημασίας ζήτημα.
Συμπερασματικά, η αναμφισβήτητη βελτίωση στο εμπορικό ισοζύγιο είναι επισφαλής και εύκολα αντιστρέψιμη, αφού δεν χαρακτηρίζεται από μια δυναμική ανάκαμψη του εξαγωγικού, παραγωγικού τομέα της οικονομίας μας. Μια αύξηση της ζήτησης, όπως αναφέρετε, που δεν θα ήταν απότοκος μιας βελτίωσης των παραγωγικών μας δυνατοτήτων, αλλά θα προερχόταν, για παράδειγμα, από μια πολιτική αλόγιστης δημοσιονομικής επέκτασης είναι βέβαιο πως θα τροφοδοτούσε την αύξηση των εισαγωγών και την εκ νέου ελλειμματικότητα του ισοζυγίου.
Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να τονιστεί ότι είναι η προαναφερθείσα συρρίκνωση της παραγωγικής μας ικανότητας, ιδιαιτέρως στον τομέα των «διεθνών εμπορευσίμων», αυτό που σήμερα καθορίζει το τι και πόσες θέσεις εργασίας μπορεί η οικονομία να υποστηρίξει, το τι μισθούς μπορεί να πληρώνει, το τι εισόδημα μπορεί να δημιουργεί και να αναδιανέμει. Όλα τα παραπάνω θα πρέπει να κάνουν αντιληπτό πόσο εκτός πραγματικότητας βρίσκονται ισχυρισμοί περί σύντομης εξόδου από την κρίση. Επίσης, υποδεικνύουν σαφώς την κατεύθυνση που πρέπει να ακολουθήσουμε.
Αυτό μας φέρνει σε κάπως πιο βαθιά προσέγγιση: ακούμε τακτικά ότι «πρέπει τώρα να αλλάξει το παραγωγικό μοντέλο». Τι θα πει, αυτό, υπό τις σημερινές συνθήκες;
Περίπου όλοι σήμερα μιλούν για την ανάγκη «παραγωγικής ανασυγκρότησης» της χώρας. Όσα προείπα συνηγορούν ότι, πράγματι, αυτός είναι ο δρόμος που θα πρέπει να ακολουθήσουμε. Πολύ φοβάμαι, όμως, ότι εάν δεν προσδώσουμε στον όρο αυτό συγκεκριμένο περιεχόμενο, υπάρχει ο κίνδυνος να «καεί», όπως έχουν «καεί» στο παρελθόν, για τον ίδιο λόγο, και άλλες αντίστοιχης σημασίας εξαγγελίες πολιτικής, όπως «εκσυγχρονισμός» και «επανίδρυση του κράτους».
Το πρώτο, λοιπόν, που πρέπει να κατανοήσουμε είναι ότι η κρίση που διανύουμε δεν είναι μια «κρίση ζήτησης», αλλά μια «κρίση προσφοράς». Ο λόγος που τονίζω αυτό είναι γιατί πολλοί, ένθεν κακείθεν, που κατά τα άλλα ομιλούν περί «παραγωγικής ανασυγκρότησης», ταυτόχρονα και, μάλιστα, αγνοώντας πεισματικά κάθε αντικειμενικό γεγονός, ισχυρίζονται ότι υπάρχει τρόπος εξόδου από την κρίση στη χώρα μας μέσω μιας πολιτικής τόνωσης της ζήτησης. Ειλικρινά, πιστεύω ότι ή ψεύδονται ή δεν ξέρουν τι τους γίνεται –αμφότερα ομοίως λίαν επιβλαβή. Η πηγή της κρίσης βρίσκεται στην υπερσυσσώρευση παραγωγικών πόρων σε προστατευμένους κλάδους τής οικονομίας που χαρακτηρίζονται από χαμηλή παραγωγικότητα και των οποίων η ανάπτυξη οφείλει να έπεται, όχι να προηγείται, της μεγέθυνσης του παραγωγικού τομέα με την υψηλή μέση παραγωγικότητα. Να το πω σχηματικά. Μια οικονομία στην οποία το εισόδημά της ανακυκλώνεται μεταξύ καταστημάτων εισαγωγής ρουχισμού και υποδημάτων, καφετέριες και σουβλατζίδικα, δεν μπορεί να ελπίζει σε ανάπτυξη.
Αν, λοιπόν, «έπεφταν λεφτά στην αγορά» γενικώς και αδιακρίτως, σαν «μάννα εξ ουρανού» με σκοπό την «ανάπτυξη», όπως κάποιοι, ένθεν κακείθεν, διατείνονται, το μόνο αποτέλεσμα θα ήταν η αναπαραγωγή και διεύρυνση αυτού του παρασιτικού τρόπου λειτουργίας τής οικονομίας, με τη χώρα να καταλήγει να μην παράγει τίποτε, να εισάγει τα πάντα, να πολλαπλασιάζει τα ελλείμματα και να βυθίζεται στα χρέη της. Μια τέτοιου τύπου επεκτατική πολιτική, αντιγραφή των πολιτικών που μας οδήγησαν στην καταστροφή, δεν θα άφηνε τίποτε όρθιο, βαθαίνοντας την εξάρτηση της χώρας από την ξένη βοήθεια, εάν αυτή ήταν τότε διαθέσιμη. Όσοι προτάσσουν μια τέτοια πολιτική αγωνίζονται, κατ’ ουσία, για την διατήρηση και ενδυνάμωση του παρασιτισμού, για την διαιώνιση των συνθηκών που αναιρούν την εθνική ανεξαρτησία και αξιοπρέπεια. Ό,τι και αν λένε, ένθεν κακείθεν, στην πραγματικότητα «δουλεύουν» για τα Μνημόνια.
Η κρίση που αντιμετωπίζουμε είναι μια «κρίση προσφοράς». Οφείλεται στο σοβαρό, διαρθρωτικό πρόβλημα του παραγωγικού μας συστήματος, που ήρθε στην επιφάνεια με οδυνηρό τρόπο όταν έπαψε να υφίσταται το πέπλο που δημιουργούσε η πλημμύρα των δανείων και η συναφής υπερκατανάλωση. Συνεπώς, απαιτείται να κάνουμε όχι τα ίδια, αλλά τα ακριβώς αντίθετα από ό,τι κάναμε τα προηγούμενα πολλά χρόνια. Να στραφούμε στην παραγωγή και τις επενδύσεις, στις εξαγωγές παρά στις εισαγωγές. Υπάρχει, ιδιαιτέρως, επείγουσα ανάγκη για μια οικονομική πολιτική που θα αυξάνει το σφρίγος και το μέγεθος τού εγχώριου τομέα των «διεθνώς εμπορευσίμων», αγαθών και υπηρεσιών. Με μια κουβέντα, οι διαθέσιμοι πόροι και οι έστω περιορισμένες τραπεζικές πιστώσεις θα πρέπει να κατευθύνονται όχι προς χρεοκοπημένες επιχειρήσεις, οι οποίες λόγω των σχέσεών τους με το πολιτικό σύστημα απαιτούν και ενίοτε εκβιάζουν την τροφοδότησή τους με δανειακά κεφάλαια, αλλά προς την ενίσχυση δυναμικών, εξωστρεφών επιχειρήσεων.
Για τον ΥΠΟΙΚ, η Τρόικα πήγε να μας οδηγήσει σε λάθος δρόμο για το 2014 με τις προβλέψεις της για το 2013. Έρχεται αυτό να ενταχθεί στην άλλη συζήτηση, για την αρχική εσφαλμένη εκτίμηση του δημοσιονομικού πολλαπλασιαστή (που δρομολόγησε λάθος –ή όχι;– το αρχικό Πρόγραμμα Προσαρμογής). Αυτή η «λαθολογία» γύρω από την Τρόικα, τις συνιστώσες της (ΔΝΤ και ΕΕ) και τις πρακτικές της, τι σας λέει;
Μου λέει ότι όσο δεν καταλαβαίνεις το πρόβλημα, πόσο μάλλον να σκεφτείς τη λύση. Η «λαθολογία», όπως λέτε, περί την τρόικα συνεισφέρει, ηθελημένα ή όχι, σε μια αφήγηση που θέλει τα Μνημόνια να είναι υπεύθυνα για την κρίση. Πρόκειται για μια παραχάραξη της αλήθειας με αυτοκαταστροφικές συνέπειες. Γιατί το αντίθετο είναι η αλήθεια: η κρίση έφερε τα Μνημόνια. Μακάρι το πρόβλημα της οικονομίας μας να ήταν το μέγεθος του πολλαπλασιαστή. Δυστυχώς, είναι πολύ βαθύτερο. Εξηγούμαι.
Όπως προείπα, δεν αντιμετωπίζουμε μια τυπική ύφεση, αλλά μια παραγωγική κατάρρευση της οικονομίας μας, ιδιαιτέρως δε του, στρατηγικού για την ενδογενή ανάπτυξη μιας οικονομίας, τομέα των «διεθνών εμπορευσίμων». Κατ’ αρχάς, η χρήση τού όρου «ύφεση» προϋποθέτει ότι προηγήθηκε «ανάπτυξη». Όμως, τη δεκαετία 2000-2010, τη δεκαετία της ΟΝΕ, στην Ελλάδα δεν υπήρξε ανάπτυξη αλλά αύξηση του ΑΕΠ –που είναι κάτι διαφορετικό–, μέσα κυρίως από την αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης (75% για την Ελλάδα έναντι 56% για την ευρωζώνη, της Ελλάδας εξαιρουμένης). Μεταξύ του 2003 και του 2010 το ΑΕΠ αυξήθηκε εντυπωσιακά κατά 30% από 172 δισ. ευρώ σε 230 δισ. ευρώ. Όμως, ταυτόχρονα, το δημόσιο χρέος αυξήθηκε κατά 90% από 168 δισ. ευρώ σε 326 δισ. ευρώ, σκαρφαλώνοντας από 96% σε 140% του ΑΕΠ. Με άλλα λόγια, για κάθε 1 ευρώ αύξησης του κατά κεφαλή εισοδήματος, δανειζόμασταν 3! Με βάση την κατανάλωση, η Ελλάδα εμφανιζόταν σαν μια από τις 5 πλουσιότερες οικονομίες της Ευρώπης. Αποτέλεσμα, ήταν η δημιουργία του μεγαλύτερου εμπορικού ελλείμματος στην ευρωζώνη, το οποίο καλυπτόταν από δανεισμό, κυρίως μέσω του δημοσίου, ο οποίος με τη σειρά του δημιουργούσε ένα ανεξέλεγκτο χρέος. Το αναπόδραστο συμπέρασμα είναι ότι η δυναμική που είχε προσλάβει το δημόσιο χρέος αρκεί από μόνη της για να καταδείξει ότι, ακόμη και εάν δεν είχε επισυμβεί η διεθνής κρίση, η Ελλάδα θα βρισκόταν σε βαθιά περιδίνηση.
Τα πράγματα, όμως, είναι χειρότερα γιατί η διαδικασία υπερδανεισμού προκάλεσε στον παραγωγικό μας ιστό ανήκεστο βλάβη. Τι συνέβη; Ο χωρίς όρια δανεισμός της χώρας, τόσο μέσω του δημοσίου όσο και μέσω του τραπεζικού τομέα, δημιούργησε μια έντονη υπερθέρμανση οδηγώντας σε αύξηση των ονομαστικών τιμών στην Ελλάδα πάνω από το μέσο πληθωρισμό τής ευρωζώνης, με αποτέλεσμα, λόγω του ενιαίου νομίσματος, να δημιουργούνται υψηλότερα περιθώρια κέρδους στον προστατευμένο τομέα των «διεθνώς μη εμπορευσίμων» (οικοδομή, εμπόριο κ.λπ.), και να μειώνονται τα περιθώρια κέρδους του μη προστατευμένου παραγωγικού τομέα των «διεθνώς εμπορευσίμων». Ήταν προτιμότερο να εισάγεις παρά να παράγεις εγχωρίως. Ταυτόχρονα, η άνοδος των μισθών, ανεξαρτήτως επιπέδου παραγωγικότητας, απλά και μόνο για να «συλλάβει» τον πληθωρισμό και να διασφαλίσει το εισόδημα των εργαζομένων, οδήγησε σε περαιτέρω διάβρωση της ανταγωνιστικότητας του κρίσιμου τομέα των «διεθνώς εμπορευσίμων», κατ’ ουσία στην κατάρρευσή του. Είναι αυτή η αποδιάρθρωση του παραγωγικού ιστού τής χώρας που βρίσκεται πίσω από τα τεράστια ελλείμματα του εμπορικού ισοζυγίου και του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, κατά μέσο όρο 10% του ΑΕΠ καθ’ όλη τη δεκαετία της ΟΝΕ. Το τελευταίο έφτασε, μάλιστα, στο απίστευτο 15% του ΑΕΠ το 2009.
Το συμπέρασμα που αβίαστα προκύπτει είναι ότι τα στοιχεία της διαρθρωτικής κατάρρευσης του οικονομικού ιστού τής χώρας προϋπήρχαν της παγκόσμιας κρίσης, η οποία, βεβαίως, επιτάχυνε την εμφάνισή τους. Ο δρόμος που πρέπει να διανύσουμε είναι μακρύς και δύσκολος.
Αλήθεια, τι περιεχόμενο έχει – για σας/για μας στην Ελλάδα – η συζήτηση περί διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων; ΕΧΕΙ τελικά περιεχόμενο, με οικονομική αποδοτικότητα, ή είναι μια ιδεολογική αντιπαράθεση;
Η αναγκαιότητα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων είναι μεγάλη. Αποτελούν κρίσιμης σημασίας διακύβευμα για το μέλλον τής χώρας, ως οικονομίας και ως κοινωνίας. Αντί να αρχίσουμε να μιλάμε για επί μέρους μεταρρυθμίσεις, χρησιμότερο είναι, νομίζω, να πάμε βαθύτερα και να δούμε τον καμβά πάνω στον οποίο αυτές οφείλουν να αναπτυχθούν, τις βασικές αρχές που πρέπει να τις διέπουν.
Είναι γνωστό ότι οι οικονομικές μονάδες και τα οικονομούντα άτομα ενεργούν στη βάση κινήτρων και ευκαιριών, η μακροχρόνια επανάληψη των οποίων εμπεδώνει νοοτροπίες, συμπεριφορές και κοινωνικές πρακτικές. Τα κίνητρα και οι ευκαιρίες που προσέφερε η οικονομική πολιτική της χώρας από το 1949 έως το 2009 διαμόρφωσαν μια μεταπρατική οικονομία και μια κοινωνία φοβική έναντι της παραγωγής. Για μια οικονομικο-κοινωνική ανάλυση της περιόδου 1949-2009 και τις παθογένειες που δημιούργησε στο σώμα της οικονομίας και της κοινωνίας μας, σας παραπέμπω στην εργασία μου με τον Δημήτρη Ιωάννου «Η Παθογένεια της Ελληνικής Οικονομίας», Διεθνής και Ευρωπαϊκή Πολιτική, Τεύχος 29, Ιούλιος-Οκτώβριος 2013. Η Ελλάδα δεν μπόρεσε να κατακτήσει μια «ενδογενή» αναπτυξιακή δυναμική, διότι τη διαρθρωτική της δομή μορφοποίησαν τρεις ολοκληρωτικά λανθασμένες αντιλήψεις.
Η πρώτη ήταν η αντίληψη ότι η προτεραιότητα δεν ήταν να προστατευθεί ο μεμονωμένος πολίτης ως δυνητική παραγωγική μονάδα, εφοδιαζόμενος με δεξιότητες και γνώσεις για την καλύτερη αξιοποίηση των δυνατοτήτων του μέσα σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο διεθνές οικονομικό περιβάλλον, αλλά, αντίθετα, προτεραιότητα ήταν να προστατευθεί η συγκεκριμένη θέση απασχόλησης που ο πολίτης κάλυπτε, ασχέτως παραγωγικής συμβολής. Στην μετεμφυλιακή περίοδο αυτό πήρε, κυρίως, τη μορφή της θεσμοθέτησης δεκάδων «κλειστών επαγγελμάτων», τα οποία παραμένουν έως σήμερα. Μετά το 1981, πήρε την μορφή μαζικής εισόδου εργαζομένων στο ευρύτερο Δημόσιο. Μια τέτοια αντίληψη, όμως, είναι καταστροφική για τον πολίτη και αυτοκτονική για την κοινωνία.
Η δεύτερη λανθασμένη αντίληψη, ως συνέπεια και της πρώτης, ήταν ότι η οικονομική πολιτική ενδιαφερόταν όχι στο να υποστηρίξει τα δικαιώματα των πολιτών ως καταναλωτών δημόσιων και ιδιωτικών αγαθών και υπηρεσιών, αλλά για να διασφαλίσει τα συμφέροντα των «παραγωγών» τους. Η χαμηλή ανταποδοτικότητα των υπηρεσιών του δημοσίου και η ανάπτυξη κρατικοδίαιτων επιχειρηματιών, του «ιδιωτικο-δημόσιου» κατά Καββαδία, προκύπτει από αυτήν την αντίληψη. Όμως, κύριο μέλημα της κοινωνίας πρέπει να είναι η υγεία και η μόρφωση των πολιτών της και όχι το ποσοστό κέρδους του φαρμακοποιού ή η εντοπιότητα του δασκάλου. Η παγκόσμια εμπειρία, με εκείνη της Σοβιετικής Ένωσης προεξάρχουσας, δείχνει ότι οι οικονομίες που αναπτύσσονται είναι εκείνες στις οποίες οι παραγωγοί προσαρμόζονται στις ανάγκες των καταναλωτών, όχι το αντίστροφο.
Η τρίτη λανθασμένη αντίληψη προκύπτει από τις δύο προηγούμενες. Εφ’ όσον δεν επιτρεπόταν στις δυνάμεις του ανταγωνισμού να διαμορφώσουν τον παραγωγικό ιστό της χώρας, προσδίδοντάς του δυναμισμό, θεωρήθηκε ότι θα είναι ισοδύναμου αποτελέσματος μια πολιτική υποστήριξης της παραγωγής και των «επιχειρηματιών», μέσω μιας «κατάλληλης διευθέτησης της ζήτησης». Στην μετεμφυλιακή περίοδο, αυτό πήρε, κυρίως, την μορφή τού πολλαπλού προστατευτισμού. Μετά την είσοδο στην ΕΟΚ, πήρε την μορφή του εκτεταμένου δανεισμού και του τρόπου διαχείρισης των κοινοτικών κονδυλίων. Το αποτέλεσμα είναι ότι, πλέον, η χώρα απειλείται με συνολική κατάρρευση, γιατί δεν διαθέτει παραγωγική βάση.
Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις θα πρέπει να αποσκοπούν στη θεραπεία, να κινούνται στον αντίποδα, των παραπάνω θεμελιωδών σφαλμάτων της προηγούμενης ιστορικής εμπειρίας. Γιατί ένα κράτος που φιλοδοξεί να καθορίζει τα πάντα, αντί για αρωγός τής ανάπτυξης καθίσταται ένα γραφειοκρατικό τέρας που την στραγγαλίζει, χωρίς ταυτόχρονα να μπορεί να κάνει τα κύρια, όπως τη σύνταξη εθνικού κτηματολογίου ή την εισαγωγή τού διπλογραφικού συστήματος στα νοσοκομεία. Γιατί ένα Δημόσιο από το οποίο περνά το μεγαλύτερο μέρος των εισοδημάτων της κοινωνίας, είναι φυσικό να καταλήγει εκτροφείο της διαφθοράς και φαυλοκρατίας. Γιατί ένας πολίτης που έμαθε να θεωρεί το εισόδημά του, κυρίως ως πρόσοδο από το κράτος και όχι ως αμοιβή τής προσπάθειάς του, είναι φυσικό να προσαρμόζει αντίστοιχα και την πολιτική του συμπεριφορά. Γιατί ουσιαστική ανάπτυξη, ειδικά για μια «μικρή ανοιχτή οικονομία», όπως η ελληνική, δεν μπορεί να προέλθει από πολιτικές «τόνωσης» ή «διαχείρισης της ζήτησης», οι οποίες οδηγούν στη σπατάλη πολύτιμων πόρων κατευθύνοντάς τους σε αδιέξοδες ή και επιλήψιμες χρήσεις. Η μόνη πραγματική ζήτηση είναι εκείνη της παγκόσμιας αγοράς, μέρος της οποίας είναι και η ελληνική.
Συνολικά, πώς ακούτε την συζήτηση περί επενδύσεων; Δημόσιες ή ιδιωτικές; Εγχώριες ή ξένες; Greenfield ή αναβίωσης υπαρχουσών μονάδων;
Η αύξηση των επενδύσεων –δημόσιων, ιδιωτικών και συνεργασιών μεταξύ τους– είναι παράγοντας-κλειδί για την ανάπτυξη. Οι επενδύσεις στην Ελλάδα αντιστοιχούν σήμερα στο 13% του ΑΕΠ και έχουν τάση πτωτική, έναντι ενός ευρωπαϊκού μέσου όρου 20%. Η διαφορά των 7 ποσοστιαίων μονάδων αντιστοιχεί σε 12 δισ. ευρώ ετησίως και, αν καλυφθεί, μπορεί να κάνει τη διαφορά τροφοδοτώντας την ανάπτυξη της χώρας.
Τρείς είναι οι τομείς που, αρχικά τουλάχιστον, μπορούν και είναι αναγκαίο να προσελκύσουν ιδιωτικές επενδύσεις: οι υποδομές, ο τουρισμός και η ενέργεια. Τηλεγραφικά:
Η αναβάθμιση και ο εκμοντερισμός τού σιδηροδρομικού δικτύου και των δικτύων λιμένων τής χώρας είναι αποφασιστικής σημασίας, ώστε να μπορέσει η χώρα μας να χρησιμοποιήσει το πλεονέκτημα της γεωγραφικής της θέσης και να υποστηρίξει μια εξωστρεφή, ανταγωνιστική οικονομία.
Το τουριστικό προϊόν, η αναπτυξιακή γραμμή τουρισμού-πολιτισμού-κρουαζιέρας-αγροδιατροφής μπορεί να γίνει μοναδική και να «πουλάει» δώδεκα μήνες το χρόνο.
Η ενέργεια μπορεί να λειτουργήσει ως στρατηγική εισροή σε μια νέα ανταγωνιστική ελληνική οικονομία, συνδέοντάς την με ένα νέο κύμα ανάπτυξης παγκόσμια. Αν και το φυσικό αέριο και οι ανανεώσιμες μορφές ενέργειας είναι οι λέξεις-κλειδιά εν προκειμένω, επ’ ουδενί δεν πρέπει να αγνοούμε τα πολύ πλούσια κοιτάσματα λιγνίτη που διαθέτει η χώρα και τον υδάτινο πλούτο της. Ωστόσο, θα ήταν μεγάλο λάθος, κατά τη γνώμη μου, η άποψη ότι η οικονομία μας μπορεί ή πρέπει να γίνει μια οικονομία βασισμένη στο πετρέλαιο. Θα πρέπει να πάρουμε το επόμενο τρένο ανάπτυξης που έρχεται, όχι αυτό που φεύγει. Το Αιγαίο αρχιπέλαγος και το Ιόνιο έχουν πολύ περισσότερο πλούτο να δώσουν απ’ αυτό του πετρελαίου.
Επενδύσεις μπορούν να προκύψουν και από τη διαδικασία αποκρατικοποιήσεων μέσα από ένα συνεκτικό πρόγραμμα που θα δουλεύει για την οικονομία και όχι για τους συμβούλους αποκρατικοποιήσεων. Επιπλέον, ένα τέτοιο πρόγραμμα θα πρέπει να αναπτύσσεται παράλληλα με τη διαδικασία δημιουργίας συνθηκών ανοίγματος του ανταγωνισμού, συνθηκών που απουσιάζουν και που είναι υπεύθυνες, σε μεγάλο βαθμό, για το γεγονός ότι η «εσωτερική υποτίμηση» την οποία βιώνουμε αφορά κυρίως τους μισθούς και όχι τις τιμές.
Η προσέλκυση ιδιωτικών κεφαλαίων είναι εφικτή, ιδιαίτερα αν συνεπικουρείται από τις χρηματοδοτήσεις του ΕΣΠΑ και των Διαρθρωτικών Ταμείων της ΕΕ. Προϋπόθεση, όμως, είναι όχι μόνο ένα σταθερό φορολογικό σύστημα, ένα σταθερό πλαίσιο φορολογικών κανόνων αλλά, ειδικά στην περίπτωσή μας, μια δραστική απλοποίηση των κανόνων αυτών. Με ένα φορολογικό σύστημα «κουρελού» από τις εκατοντάδες ρυθμίσεις που εισάγονται ανά μήνα και με μια γραφειοκρατία όχι μόνο απωθητική, αλλά και εκτροφείο διαφθοράς, είναι δύσκολο να δούμε να έρχονται επενδύσεις. Πρέπει να αναρωτηθούμε σοβαρά γιατί, ενώ μάλιστα είμαστε πλέον μια χώρα χαμηλού εργατικού κόστους, από το περίπου 1 τρισ. δολάρια που διατέθηκαν ανά τον κόσμο για άμεσες ξένες επενδύσεις το 2013, το μερίδιο της χώρας μας ήταν μηδενικό, όταν η Ιρλανδία εξασφάλισε για τον εαυτό της 46 δισ. δολάρια και η Ισπανία 37 δισ. δολάρια. Η Έκθεση για το 2013 του World Economic Forum κατατάσσει την Ελλάδα στην 142η θέση μεταξύ 148 χωρών ως προς το επενδυτικό περιβάλλον. Αυτό λέει, νομίζω, πολλά.
Πώς σχολιάζετε την αμφιθυμία που έχει εμφανιστεί στις συζητήσεις με την τρόϊκα σχετικά με την ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών;
Κατ’ αρχάς, η ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού συστήματος που θα του επιτρέψει την ομαλή χρηματοδότηση της οικονομίας, είναι κρίσιμης σημασίας ζήτημα για την έξοδο από την κρίση και την έναρξη μιας αναπτυξιακής διαδικασίας στην κατεύθυνση των όσων συζητήσαμε προηγουμένως.
Η σχετική «αμφιθυμία», που ορθώς περιγράψατε, περί το ύψος αυτής της ανακεφαλαιοποίησης είναι μεν σοβαρό θέμα, δεν συνδέεται όμως αποκλειστικά ή κυρίως με την Ελλάδα. Συνδέεται με τις διαφορετικές απόψεις και προσεγγίσεις που έχει το ΔΝΤ έναντι των ΕΕ-ΕΚΤ σχετικά με την εν γένει ανακεφαλαιοποίηση, εκκαθάριση κ.λπ. του ευρύτερου ευρωπαϊκού τραπεζικού τομέα, καθώς και με την διαχείριση του χρέους στην Ευρώπη. Διαφορετικές απόψεις και προσεγγίσεις τόσο για την μέθοδο που θα ακολουθηθεί, όσο, επίσης, και για τους ρόλους ενός εκάστου εξ αυτών.
Στην περίπτωσή μας, ειδικότερα, συνδέεται και με πιθανές αποκλίσεις εκτιμήσεων που αφορούν μη εξυπηρετούμενα δάνεια, καθώς και την συνολική πορεία τής οικονομίας μας τα επόμενα χρόνια. Πάντως, λόγω της σοβαρότητάς του, αναμένω να διευθετηθεί μεν σύντομα, αλλά σε προσωρινή βάση.
Να ρωτήσω και κάτι διαφορετικό; Είναι το ΟΠΑ μια μεγάλη πανεπιστημιακή μονάδα: σας ακούν, τους πανεπιστημιακούς, στην Κυβέρνηση; Στην Αντιπολίτευση;
Πανεπιστημιακοί από το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, αλλά και από άλλα ΑΕΙ, καταλαμβάνουν την τρέχουσα περίοδο και κατέλαβαν στο πρόσφατο παρελθόν εξέχουσες θέσεις τόσο στην Κυβέρνηση και σε κορυφαία οικονομικά Ιδρύματα της χώρας, όσο και στην Αντιπολίτευση, μείζονα ή μη. Συνάγεται, ότι η συμβολή τους υπήρξε και παραμένει καθοριστική για ό,τι συνέβη και για ό,τι συμβαίνει στην οικονομία και την κοινωνία μας.
Είναι η πιο εμπεριστατωμένη οικονομική ανάλυση για τη σημερινή κατάσταση της χώρας. Έχει αρχή, μέση και τέλος και ατράνταχτο ορθολογισμό.Θά είχε άραγε ενδιαφέρον κοντά στούς τρείς τομείς που πρέπει να προσελκύσουν ιδιωτικές επενδύσεις, να προστεθούν και οι τομείς με προϊόντα μοριακής βιολογίας – βιοτεχνολογίας, μοντέρνων υλικών (κεραμικά βιοϋλικά κ.λ.π.).Δεν παραμένει άραγε επίκαιρη η πρόταση για τα Τεχνολογικά Πάρκα;Θα υπάρξει η ελληνική κοιλάδα του πυριτίου;