Ομιλία στην εκδήλωση για τα 80 χρόνια Οικονομικής Επιθεώρησης

Δημόσια Ομιλία Κωνσταντίνος Γάτσιος

Κυρίες και Κύριοι καλησπέρα σας,

Ευχαριστώ την Οικονομική Επιθεώρηση και, ειδικότερα την κα Βοβολίνη, για την τιμητική πρόσκληση. Η τιμή είναι μεγαλύτερη καθώς συνδυάζεται με την οφειλόμενη αναγνώριση σε έναν πολύ ξεχωριστό άνθρωπο με μεγάλη προσφορά στην οικονομία της χώρας, τον κύριο Παπαλεξόπουλο.
Η έκδοση της Οικονομικής Επιθεώρησης, παρά τις αντίξοες συνθήκες, συνιστά μια πράξη προσφοράς, για την οποία αξίζει έπαινος στην κα Βοβολίνη. Θα ήθελα, επιπλέον, να την ευχαριστήσω για την συνεργασία του Ομίλου Economia και της Οικονομικής Επιθεώρησης με το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, στα πλαίσια του Ετήσιου Φοιτητικού Διαγωνισμού που διοργανώνει. Η Οικονομική Επιθεώρηση προσφέρει σπουδαία υπηρεσία εδώ και 80 χρόνια, αρχικά ως Βιομηχανική Επιθεώρηση, και εύχομαι να μακροημερεύσει, ιδιαίτερα γιατί η περίοδος που διανύουμε αλλά και αυτά που έρχονται καθιστούν την ύπαρξή της αναγκαία, εκτός από χρήσιμη.

Η σημερινή εκδήλωση λαμβάνει χώρα σε μια πολύ κρίσιμη καμπή για την οικονομία και την κοινωνία μας, που δεν μπορούμε να αγνοήσουμε. Αναπτύσσοντας το θέμα, επιλέγω να μιλήσω για «το χτες και το αύριο» της ελληνικής οικονομίας από την οπτική γωνία του «σήμερα». Έχω να πω πολλά, αλλά σεβόμενος τον χρόνο θα θέσω μερικά σημεία προς συζήτηση με τρόπο μάλλον συνοπτικό.

Κατ’ αρχάς μια εισαγωγική παρατήρηση. Η πατρίδα μας διέρχεται μιας πολύμορφης κρίσης –οικονομικής, θεσμών, αξιών, αντιπροσωπεύσεων– πρωτοφανούς έντασης και βάθους. Η χώρα «γλιστράει μέσα από τα χέρια μας». Η έξοδος από την κρίση προϋποθέτει, περισυλλογή και αυτογνωσία για τους λόγους που φτάσαμε μέχρι εδώ. Πρώτο βήμα στην προσπάθεια αναπτυξιακής εξυγίανσης, ιδιαίτερα μάλιστα όταν σε απειλεί ένας θανάσιμος κίνδυνος, όπως απειλεί τη χώρα μας σήμερα, είναι η ορθή και ακριβής αντίληψη της κατάστασης, χωρίς ψεύδη, δημαγωγίες, ευχολόγια και στρουθοκαμηλισμούς. Δυστυχώς, παρατηρώ ότι, αντ’ αυτού, εγκαθιστάμεθα πλέον ως χώρα, ως πολιτικές ηγεσίας της χώρας, σε μια περιοχή παραισθήσεων και, μάλιστα, με ένα τρόπο πανηγυρικό ή, ακόμη, και αυτάρεσκο.
Σημείο Πρώτο: Η επιδείνωση της κατάστασης σήμερα οφείλεται στο ότι στο πεδίο των ιδεών επικράτησε η αφήγηση ότι την κρίση προκάλεσε το Μνημόνιο και η τρόικα, ότι είναι κυρίως παράγωγο της ευρωπαϊκής κρίσης. Η βασική μου θέση για την κρίση είναι ότι έχει πρωτίστως εγχώριες και όχι διεθνείς αιτίες, ότι είναι αυτοτελής και ενδογενής. Θα εκδηλωνόταν ούτως ή άλλως, ανεξαρτήτως της ευρωπαϊκής κρίσης, αν και η διαχείρισή της θα ήταν ασφαλώς ευκολότερη χωρίς αυτή. Εξηγούμαι: μεταξύ 2003 και 2010 το ΑΕΠ αυξήθηκε εντυπωσιακά κατά 30% από 172 δις σε 230 δισ. Όμως, ταυτόχρονα, το δημόσιο χρέος αυξήθηκε κατά 90% από 168 δις. σε 326 δισ., δηλαδή από 96% σε 140% του ΑΕΠ. Με άλλα λόγια, για κάθε 1 ευρώ αύξησης του κατά κεφαλή εισοδήματος, δανειζόμασταν 3!
Μήπως τα δανεικά χρησιμοποιήθηκαν για παραγωγικές επενδύσεις; Όχι, χρησιμοποιήθηκαν για να χρηματοδοτήσουν μια ανεξέλεγκτη, θα έλεγα παρανοϊκή, κατανάλωση. Τη δεκαετία 2000-2010, ο μέσος όρος της ιδιωτικής κατανάλωσης στην ευρωζώνη, της Ελλάδας εξαιρουμένης, ήταν στο 56% του ΑΕΠ. Στη χώρα μας ήταν στο 75%. Με βάση την κατανάλωση, η Ελλάδα εμφανιζόταν σαν μια από τις 5 πλουσιότερες οικονομίες της Ευρώπης. Αποτέλεσμα, ήταν η δημιουργία του μεγαλύτερου εμπορικού ελλείμματος στην ευρωζώνη, το οποίο καλυπτόταν από δανεισμό, κυρίως μέσω του δημοσίου, ο οποίος δανεισμός με τη σειρά του δημιουργούσε ένα ανεξέλεγκτο χρέος.
Ταυτόχρονα, για λόγους πελατειακούς αλλά και για να συγκαλυφθεί η αδυναμία της οικονομίας να δημιουργήσει υπό τις συνθήκες που επικρατούσαν θέσεις εργασίας –όπως θα εξηγήσω αργότερα– το κράτος προχωρούσε σε προσλήψεις δεκάδων χιλιάδων δημοσίων υπαλλήλων, τις περισσότερες φορές χωρίς πραγματικό αντικείμενο εργασίας και συνήθως εκτός διαδικασιών ΑΣΕΠ, με σημειώματα πολιτευτών του τύπου «βάλε τον κάπου κάτι να κάνει –είναι καλό παιδί». Βοηθούσε αυτό, βεβαίως, και στην ενδυνάμωση των κομματικών στρατών.
Η δυναμική, επομένως, που είχε προσλάβει το δημόσιο χρέος με όλα αυτά, αρκεί για να καταδείξει ότι ακόμη και εάν δεν είχε επισυμβεί η διεθνής κρίση, η Ελλάδα θα βρισκόταν σε βαθιά περιδίνηση.

Σημείο Δεύτερο: Αντιμετωπίζουμε δυστυχώς μια πολύ σοβαρότερη κατάσταση από μια τυπική ύφεση ή από μια ύφεση που προκλήθηκε από ανισορροπίες στο χρηματοοικονομικό σύστημα, όπως για παράδειγμα στην Ιρλανδία. Αντιμετωπίζουμε τη διαρθρωτική κατάρρευση του παραγωγικού μας ιστού, κυριότερα του κρίσιμου τομέα των «διεθνώς εμπορευσίμων», με την ταυτόχρονη γιγάντωση του παρασιτισμού.
Τι συνέβη; Ο χωρίς όρια δανεισμός της χώρας, τόσο μέσω του δημοσίου όσο και μέσω του τραπεζικού τομέα, και ο διαφορικός πληθωρισμός που δημιούργησε μεταξύ της Ελλάδας και ευρωζώνης αύξανε τα περιθώρια κέρδους στον προστατευμένο τομέα των «διεθνώς μη εμπορευσίμων» (κράτος, οικοδομή, εμπόριο και λοιπές υπηρεσίες), μειώνοντας αυτά του μη προστατευμένου παραγωγικού τομέα των «διεθνώς εμπορευσίμων». Ήταν προτιμότερο να εισάγεις παρά να παράγεις εγχωρίως. Ταυτόχρονα, η άνοδος των μισθών, ανεξαρτήτως επιπέδου παραγωγικότητας, απλά και μόνο για να «συλλάβει» τον πληθωρισμό και να εξασφαλίσει το εισόδημα των εργαζομένων, οδήγησε σε περαιτέρω διάβρωση της ανταγωνιστικότητας του κρίσιμου τομέα των «διεθνώς εμπορευσίμων», κατ’ ουσία στην κατάρρευσή του. Πιο συγκεκριμένα, το 2000, όταν η χώρα εισήρχετο στην ευρωζώνη, ο τομέας των «διεθνώς εμπορευσίμων» αντιστοιχούσε στο 25% του ΑΕΠ, ένα ήδη χαμηλό ποσοστό, το χαμηλότερο μεταξύ των 15 τότε μελών τής ΕΕ. Το 2009, όταν είχε ξεκινήσει η κατάρρευση, είχε περιοριστεί στο 20,5%.
Είναι αυτή η αποδιάρθρωση του παραγωγικού ιστού τής χώρας που βρίσκεται πίσω από τα τεράστια ελλείμματα του εμπορικού ισοζυγίου και του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, κατά μέσο όρο 10% του ΑΕΠ καθ’ όλη τη δεκαετία της ΟΝΕ, που έφτασε, μάλιστα, στο απίστευτο 15% του ΑΕΠ το 2009.
Άρα, η χιμαιρική και ψηφοθηρική επιδίωξη της μεγέθυνσης του ΑΕΠ μέσα από τον ανεξέλεγκτο δανεισμό με σκοπό την στήριξη μιας παρανοϊκής κατανάλωσης, κατέστρεψε την οικονομία με δύο τρόπους: πλήττοντας τόσο την δημοσιονομική ευστάθεια όσο και την ανταγωνιστικότητα.

Σημείο Τρίτο: Τα Μνημόνια προετοιμάζονταν επί χρόνια. Προετοιμάζονταν όταν η σχεδόν πτωχευμένη, από το 1973, ελληνική βιομηχανία, προσδέθηκε ακόμη περισσότερο στο άρμα τού ελληνικού κράτους, το οποίο, στα πλαίσια υποτιθέμενων φιλολαϊκών πολιτικών, μερίμνησε για να αποσυνδεθούν οι αμοιβές από την παραγωγικότητα. Προετοιμάζονταν όταν ακόμη και η γεωργία σταδιακά μετατρεπόταν και αυτή σε ένα εξάρτημα του ελληνικού και του ευρωπαϊκού δημόσιου μέσω της ΚΑΠ. Προετοιμάζονταν όταν η επαγγελματική ένταξη στο ευρύτερο δημόσιο αναδεικνυόταν ως ιδανικό και διευκολυνόταν πολιτικά, με αποτέλεσμα οι αριθμοί των εκεί απασχολουμένων αλλά και οι σχετικές δαπάνες να αυξηθούν χωρίς καμία λογική. Με μια κουβέντα, προετοιμάζονταν από το γεγονός ότι το δικαίωμα στην πρόσοδο, ασχέτως παραγωγικής συνεισφοράς, κατέστη πάνδημο.
Όταν, λοιπόν, η ισχνή παραγωγική βάση που είχε απομείνει δεν αρκούσε για να το συντηρήσει, ούτε αρκούσε για τη χρηματοδότηση του κοινωνικού κράτους που επιχειρήθηκε να οικοδομηθεί, το παράδοξο ελληνικό κοινωνικο-οικονομικό μόρφωμα έπρεπε να αναζητήσει κάπου αλλού την τροφοδοσία του. Όταν εξαντλήθηκαν οι πρόσκαιρες «ανάσες» από την ύπαρξη κεντρικής εκδοτικής τράπεζας, τις κοινοτικές ενισχύσεις των δεκαετιών τού ΄80 και του ΄90 και το φθηνό εργατικό δυναμικό από τις ανατολικές χώρες στα τέλη της δεκαετίας του ΄90 και τις αρχές τού 2000, ήρθε η «ευλογία», που όμως κατέληξε κατάρα, του πάμφθηνου δανεισμού λόγω της συμμετοχής της χώρας στην ΟΝΕ. Όλα αυτά συνέπραξαν ώστε το δυσλειτουργικό μόρφωμα να συντηρηθεί στην ζωή για περισσότερο από τρείς δεκαετίες. Μέχρι το 2009, όταν χρεοκόπησε. Στο μεταξύ, όμως, είχε δημιουργηθεί, έχει δημιουργηθεί, ανήκεστος βλάβη στις προοπτικές τής οικονομίας.
Εξ αιτίας των πολιτικών που ακολουθήθηκαν, η χώρα όχι μόνο δεν αναπτύχθηκε στη διάρκεια της δεκαετίας στην ευρωζώνη αλλά οπισθοχώρησε, όχι μόνο δεν πλούτισε αλλά φτώχυνε. Όχι μόνο δεν συνέκλινε, αλλά απέκλινε από την ευρωζώνη. Όλα αυτά τα χρόνια βιώναμε ένα συλλογικό Βέρντιγκο: πιστεύαμε ότι ανεβαίναμε στους ουρανούς, ενώ πέφταμε στη θάλασσα.

Σημείο Τέταρτο: Η κρίση που διανύουμε δεν είναι «κρίση ζήτησης» λόγω υποκατανάλωσης, αλλά «κρίση προσφοράς». Αρκεί ένα απλό στοιχείο. Σε σταθερές τιμές του 2005, το ΑΕΠ (δηλαδή η «ενεργός ζήτηση») για το 2013 ήταν περίπου 160 δισεκατομμύρια ευρώ. Το 2001 ήταν 165 δισεκατομμύρια. Όμως, ενώ η διαφορά στην «ενεργό ζήτηση» μεταξύ των δύο ετών είναι μόνο 3%, η διαφορά στην ανεργία είναι τεράστια: ένα εκατομμύριο άτομα. Δηλαδή, με σχεδόν την ίδια «ενεργό ζήτηση» (και την ίδια «μέση ροπή προς κατανάλωση») η ανεργία το 2013 ήταν κατά 160% υψηλότερη από το 2001!
Η πηγή της κρίσης βρίσκεται στην υπερσυσσώρευση παραγωγικών πόρων σε προστατευμένους κλάδους τής οικονομίας που χαρακτηρίζονται από χαμηλή παραγωγικότητα και των οποίων η ανάπτυξη οφείλει να έπεται, όχι να προηγείται της μεγέθυνσης του παραγωγικού τομέα με την υψηλή μέση παραγωγικότητα. Να το πω σχηματικά. Μια οικονομία στην οποία το εισόδημά της ανακυκλώνεται μεταξύ καταστημάτων ρουχισμού εισαγωγής, καταστημάτων υποδημάτων εισαγωγής, καφετέριες και σουβλατζίδικα δεν μπορεί να ελπίζει σε ανάπτυξη.
Αν, λοιπόν, «έπεφταν λεφτά στην αγορά» γενικώς και αδιακρίτως, σαν «μάννα εξ ουρανού» με σκοπό την «ανάπτυξη», όπως κάποιοι, ένθεν κακείθεν, διατείνονται, το μόνο αποτέλεσμα θα ήταν η διεύρυνση αυτού του τρόπου λειτουργίας τής οικονομίας, με τη δημόσια δαπάνη να γιγαντώνει τον παρασιτισμό και με τη χώρα να καταλήγει να μην παράγει τίποτε, να εισάγει τα πάντα, να πολλαπλασιάζει τα ελλείμματα και να εξακοντίζει το χρέος της στον ουρανό. Μια τέτοιου τύπου επεκτατική πολιτική, δεν θα άφηνε λίθο επί λίθου, βαθαίνοντας την εξάρτηση της χώρας από την ξένη βοήθεια (εάν αυτή ήταν τότε διαθέσιμη). Όσοι προτάσσουν μια τέτοια πολιτική αγωνίζονται, κατ’ ουσία, για την διατήρηση και ενδυνάμωση του παρασιτισμού, για την διαιώνιση των συνθηκών που αναιρούν την εθνική ανεξαρτησία και αξιοπρέπεια. Ό,τι και αν λένε, ένθεν κακείθεν, στην πραγματικότητα «δουλεύουν» για τα Μνημόνια.
Η κρίση που αντιμετωπίζουμε είναι μια «κρίση προσφοράς». Οφείλεται στο σοβαρό, διαρθρωτικό πρόβλημα του παραγωγικού μας συστήματος που ήρθε στην επιφάνεια με οδυνηρό τρόπο, όταν έπαψε να υφίσταται το πέπλο που δημιουργούσε η πλημμύρα των δανείων και η συναφής υπερκατανάλωση. Συνεπώς, απαιτείται να κάνουμε όχι τα ίδια, αλλά τα ακριβώς αντίθετα από ό,τι κάναμε τα προηγούμενα πολλά χρόνια, να στραφούμε στην παραγωγή και τις επενδύσεις, στις εξαγωγές παρά στις εισαγωγές. Υπάρχει, ιδιαιτέρως, επείγουσα ανάγκη για μια οικονομική πολιτική που θα αυξάνει το σφρίγος και το μέγεθος τού εγχώριου τομέα των διεθνώς εμπορευσίμων αγαθών και υπηρεσιών.

Σημείο Πέμπτο: Τρεις είναι οι άξονες, νομίζω, πάνω στους οποίους πρέπει να κινηθούμε για να πετύχουμε αναστροφή της πορείας και έξοδό μας από την κρίση. Πρώτο, η στροφή προς την παραγωγή, η αύξηση της δυναμικότητας και του μεγέθους τού παραγωγικού τομέα τής οικονομίας μας και, ιδιαιτέρως, του τομέα των διεθνώς εμπορευσίμων προϊόντων και υπηρεσιών. Παράγοντας-κλειδί εν προκειμένω είναι η αύξηση των επενδύσεων. Οι επενδύσεις στην Ελλάδα αντιστοιχούν σήμερα στο 13% του ΑΕΠ, με τάση πτωτική, έναντι ενός ευρωπαϊκού μέσου όρου 20%. Η διαφορά των 7 ποσοστιαίων μονάδων αντιστοιχεί σε 12 δισ. παραπάνω επενδύσεις ετησίως που χρειάζονται να τροφοδοτήσουν την ανάπτυξη τής χώρας. Δεύτερο, ο δίκαιος καταμερισμός των βαρών, η κοινωνική δικαιοσύνη. Τρίτο, η στήριξη των τμημάτων τού πληθυσμού που πλήττονται πιο βάναυσα από την οικονομική κατάρρευση, η κοινωνική αλληλεγγύη.
Σημείο Έκτο: Στην προσπάθεια παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας καθοριστικός είναι ο ρόλος της επιχειρηματικότητας. Η ενίσχυση, λοιπόν, της ιδέας της επιχειρηματικότητας ιδιαίτερα ανάμεσα στους νέους και τις νέες μας είναι μεγάλης σημασίας σήμερα. Πρώτον γιατί καλούμαστε να γυρίσουμε σελίδα και να εδραιώσουμε ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης που θα ξεφεύγει από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό του κρατισμού. Χρειαζόμαστε, λοιπόν, ανθρώπους με νέες επιχειρηματικές ιδέες, κατάλληλα εξοπλισμένους για να δοκιμάζονται σε ένα ανοιχτό ευρωπαϊκό και διεθνές οικονομικό περιβάλλον.
Υπάρχει και ένας άλλος λόγος, παρεμφερής αλλά διακριτός από τον προηγούμενο. Ο λόγος αυτός είναι ότι στην πατρίδα μας η εικόνα τής επιχειρηματικότητας υποφέρει, δεκαετίες τώρα, από στερεότυπα που την αδικούν και που πλήττουν την εμπιστοσύνη στο θεσμό της εταιρείας. Γιατί δίπλα στον κρατικοδίαιτο επιχειρηματία που βασίζεται στην εκ μέρους του απόσπαση «πολιτικής προσόδου» για να επιβιώσει, υπάρχει και προσπαθεί και η υγιής επιχειρηματικότητα, η οποία θα πρέπει να ενισχύεται, όχι να πολεμείται, καθώς αποτελεί δημιουργό πλούτου για την κοινωνία.
Ο ρόλος των πανεπιστημίων είναι, εν προκειμένω, καθοριστικής σημασίας. Αποστολή τους δεν είναι μόνο η εκπαίδευση των φοιτητών και η δημιουργία νέας επιστημονικής γνώσης, αλλά και η συμβολή τους στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας, μέσω της αξιοποίησης των αποτελεσμάτων τής έρευνας και καινοτομίας, με προσήλωση στις αρχές της επιστημονικής δεοντολογίας, της βιώσιμης ανάπτυξης και της κοινωνικής συνοχής. Εάν αυτά επιτυγχάνονται, τότε ενισχύεται και η επιτυχής ένταξη των αποφοίτων τους στην αγορά εργασίας.
Το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών έχει αναπτύξει σημαντικά τα τελευταία χρόνια τις υπηρεσίες που προσφέρει στους φοιτητές του για την ενίσχυση του πνεύματος της επιχειρηματικότητας και τη σύνδεσή τους με την αγορά εργασίας, τόσο μέσα από τα Προγράμματα Σπουδών του, όσο και με δεκάδες δράσεις που αναλαμβάνει ή που συμμετέχει. Πρόσφατα, μέσα από το πρόγραμμα «ΑΘΗΝΑ» του Δήμου Αθηναίων, δημιουργήσαμε μια θερμοκοιτίδα επιχειρηματικότητας, ένα εκκολαπτήριο νεοφυών επιχειρήσεων (start-ups), που ελπίζουμε ότι θα παράξει σημαντικά αποτελέσματα.
Η περαιτέρω σύνδεση του πανεπιστημίου μας με την αγορά και την υγιή επιχειρηματικότητα αποτελούν για εμάς κεντρικό στρατηγικό στόχο για τα επόμενα χρόνια, καθότι θεωρούμε ότι τα αποτελέσματα που θα προκύψουν μπορεί να είναι σημαντικά τόσο για την ανάπτυξη της οικονομίας της πατρίδας μας και τις δυνατότητες απασχόλησης των νέων μας, όσο και την κοινωνική χρησιμότητα του ίδιου του πανεπιστημίου μας.
Κυρίες και Κύριοι,
Ολοκληρώνω με μερικές σκέψεις.
Το κλειδί της εξόδου από την κρίση βρίσκεται στο εσωτερικό της χώρας, όχι στους ξένους. Όμως, η χώρα πρέπει να μάθει να σκέφτεται με το δικό της μυαλό, όχι με το μυαλό άλλων. Απαιτείται να έχουμε τη διανοητική διαύγεια και την ψυχική δύναμη να δούμε την αλήθεια στα μάτια, να έχουμε επίγνωση των λαθών που μας οδήγησαν σε αυτή τη δεινή θέση, ώστε να μην τα επαναλάβουμε. Να ξέρουμε πού θέλουμε να πάμε και να είμαστε αποφασισμένοι να κάνουμε αυτό που χρειάζεται για να φτάσουμε εκεί. Η ειλικρίνεια απελευθερώνει δυνάμεις, το ψέμα τις εγκλωβίζει.
Το χειρότερο απ’ όλα που παρατηρώ είναι ότι η αδυναμία να δοθεί ένας ορίζοντας προοπτικής, οδηγεί σε μια απελπισμένη επιστροφή στο παρελθόν, ένα είδος φονταμενταλισμού, δημιουργώντας συνθήκες διχασμού μέσα στο λαό μας.
Αυτό που οι συνθήκες όμως σήμερα απαιτούν είναι την επιστροφή τής Πολιτικής, της Πολιτικής ως σχέδιο ως όραμα και ως πράξη, στο θρόνο της, με την ταυτόχρονη εκδίωξη από εκεί του λαϊκισμού και της προπαγάνδας που τον έχουν από κοινού καταλάβει. Απαιτούν την μέγιστη δυνατή ενότητα, την μέγιστη εθνική μας συνεννόηση, τις δικές μας παραγωγικές συμμαχίες, το δικό μας εσωτερικό μνημόνιο αντιμετώπισης και εξόδου από την κρίση, με στήριγμα την αλήθεια, την αυτογνωσία και την αγάπη για την πατρίδα. Όχι τον διχασμό. Δεν πρέπει να επαναλάβουμε τα σφάλματα του παρελθόντος. Γιατί, φωτιά για ένα χρόνο σημαίνει στάχτες για τριάντα.

Ευχαριστώ

Σχετικές αναρτήσεις

Απαντήστε

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.